Σε μια κοινωνία παζάρι όπου οι γυναίκες ποτέ δεν περιμένουν, οι αγροκαλλιεργητές από την Λακωνία κατατρέχουν τον ΠΑΟΚ μας, η μάνα μας έχει ψηφίσει νέα Δημοκρατία και ο Παπαρηγόπουλος του ΠΑΣΟΚ ρίχνει μπιλιές στο Πόρτο Καρρά, η Βόλβη είναι πάντα στα αριστερά μας.
Μετά από απαίτηση φανατικών εχθρών και φίλων. Μετά από επανειλημμένες οχλήσεις του εθνοπατριωτικού μετώπου της στήλης. Μετά από διαμαρτυρία των φεμινιστικών σωματείων της χώρας μας. Κατόπιν έντονης απαίτησης κάποιων γηραλέων αναγνωστών μας, που θεωρούν ότι υπονομεύουμε την κουλτούρα του σύγχρονου κατά την δική τους θεώρηση ελληνικού κινηματογράφου. Επειδή πλησιάζουν ευρωεκλογές και το εκλογικό σώμα πρέπει να ενημερωθεί για τις κινηματογραφικές επιλογές Ελλήνων ηρώων της καθημερινότητας, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο σελιλόιντ πριν πιει τα κρασάκια του και φάει το αρνί με πατάτες για να πάει να ψηφίσει, δέκα λεπτά πριν κλείσουν οι κάλπες, και δύο μουσκοπάν μετά το φούσκωμα, παρακάμπτουμε το πρόγραμμα μας και πάμε ελληνικά αν και δεν επιμένουμε.
Ξυπνάω λοιπόν Τρίτη πρωί στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την γενέτειρα μου, τον τόπο που μου έχει ρουφήξει τον μυελό των οστών και έχει καταστρέψει το μυοσκελετικό μου σύστημα με το υπολονδρέζικο κλίμα του, με τις φωνές των λαϊκατζήδων που στήνουν τους πάγκους τους. Τρίτη σημαίνει λαϊκή στην Καμπανία του τοματοπελτέ, το λίκνο της τομάτας κονκασέ, το Άβαλον της ομίχλης και της λασποβροχής. Μπανάνες ακούω να τελαλεί την πραμάτεια του ο υπεύθυνος μάρκετινγκ του γειτονικού πάγκου, και εκ προσωπικής διαστροφής μου έρχεται η εικόνα του Μπακιρτζή και του Ζουγανέλη, να παρακολουθούν με κιάλια τον Σάκη Μπουλά να προσπαθεί να ταΐσει Μπανάνα την Κλυταιμνήστρα στο “Ας περιμένουν οι γυναίκες”, του λατρεμένου Σταύρου Τσιώλη.
Το “Αυτή δεν θέλει κι αυτός την πιέζει” ηχεί σαν καμπάνα στο ταλαιπωρημένο μου μυαλό και αμέσως σκέφτομαι πως έχω ανάγκη από ένα παρόμοιο ρόουντ τριπ με αυτό του Παπαρηγόπουλου του ΠΑΣΟΚ, του φανατικού Παοκτσή των 80ς , και του μπατζανάκη του που τον κρατάει από τον λαιμό να μην πνίξει τον διαιτητή. Το μεσημέρι θα παίξει ρετσίνα Μεσογείων από Σαββατιανό σκέφτομαι, ή Βερντέα , ή Ροδίτης λευκός Νέας Μεσήμβριας, Μαραθώνιος Σταύρου Τσιώλη και τηγανιτό γριβαδάκι Κερκίνης εξτρά χαβιαρωμένο με σαλάτα χόρτα. Τρίτη , παζάρι λοιπόν, η μάνα μου έχει ψηφίσει Νέα Δημοκρατία, τα φακελάκια είχαν και το δικό της όνομα και η μονή λύση είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας του Αρκάδιου ποιητή του σελιλόιντ, του λάτρη της σουρεαλιστικής λαϊκής σοφίας, του στιχουργού τεράστιων λαϊκών επιτυχιών Σταύρου Τσιώλη. “Παρακαλώ Γυναίκες μην κλαίτε” είμαστε ψάλτες και κυνηγοί ερχόμαστε από μακριά, βάλτε μια Νεμέα με σουπιά στιφάδο στον “αγιο Θεοφάνη ” τον αγιογράφο , να πουλήσουμε στη δημοπρασία τα παλιά υπό τους ήχους του Μπέκου και της ορχήστρας του.
Ερωτική απογοήτευση και εδώ για τον ήρωα μας, αφού κοιμώμενο όρθιο τον άφησε η καλή του για να επιστρέψει στον φλούφλη αρραβωνιαστικό της. Και εδώ επειδή ο γράφων έχει πάθει και δεν έχει μάθει, με την σουπιά και το κρεμμυδάκι το τσιγαρισμένο να του φαγουρίζει τον οισοφάγο, κοντεύοντας να πνιγεί, δακρύζει ταυτιζόμενος με τον ήρωα, που μένει εμβρόντητος στο ” μείναμε γεροντοπαλίκαρα, καμιά φορά λέω καλά είναι, καμιά φορά λέω δεν είναι καλά” που του απευθύνει ο θυμόσοφος βοσκός πάνω στην πίκρα του τη μεγάλη. Σκουπίζω το δάκρυ από το μάγουλο που κύλησε, ξεπλένω την σουπιά την τσιγαριστή, την σάλτσα της με τοματοπελτέ, και θυμάμαι τότε που με μια κοπέλα που αγαπούσα και δεν το ήξερε αναζητούσα όπως οι ήρωες του ” έρωτα στη χουρμαδιά” μια ταβέρνα στην Ολυμπιάδα Χαλκιδικής που είχα πάει δύο χρόνια πριν, αλλά το φετινό χειμώνα την είχε πάρει το ποτάμι. Με αυτά και με αυτά όμως μελαγχόλησα, και είναι Τρίτη ακόμα και η εβδομάδα πρέπει να βγει έστω κι αν έχω υποστεί σαν τον Σκαρτάδο τάκλιν από το Μανωλά και κείτομαι το παιδί σαν πεθαμένο στη λάσπη. Ο ορισμός του πέναλτι κυρία μου αναφωνώ σε μια γειτόνισσα που μου κάνει παράπονα για μια αποδοχή κληρονομιάς που δεν έχει ακόμα τελειώσει, και αφού της εξηγώ ότι πρέπει πρώτα να καταλάβει και μετά να πει πως δεν κατάλαβε, γυρνώ κατάκοπος στο σπίτι, και αναλογίζομαι τον γάμο που δεν έκανα ποτέ. Το τηλέφωνο χτυπάει σαν δαιμονισμένο, η μάνα μου γκρινιάζει γιατί δεν προσέχω τον εαυτό μου και ποια θα με πάρει έτσι πως έχω καταντήσει.
Και με πιάνει το σύνδρομο της απόδρασης. Όχι όμως του Στηβ Μακουίν αλλά του Αργύρη Μπακιρτζή. Κλείνω τα παντζούρια σβήνω τα φώτα, το κινητό σε λειτουργία πτήσης. Οι δεσμοφύλακες ίσως ξεχάσουν το κλειδί σκέφτομαι. Ανοίγω ένα νυχτέρι Σαντορίνης που έχω ξεχάσει στο ψυγείο, κόβω τρία αχλάδια που πήρα από ένα παραγωγό από την λαϊκή, και βάζω ένα Ντι βι Ντι να παίζει. Σκέφτομαι την φτώχεια μου, το σουπερμάρκετ που έχει ακριβύνει, εσένα που δεν μ’ αγαπάς, τις δεκαεπτά αστυνομίες που με κυνηγάνε και ψάχνω συνενόχους για το κυνήγι του ” θησαυρού του Χουρσίτ Πασά. Και επειδή το “νυφικό σου φόρεμα” η απόδραση και το καλό κρασί θέλουν και καλή παρέα καλώ στην ” γιάφκα” δυό επιστήθιους φίλους και υποψήφιους εχθρούς γιατί θες συνενόχους στο έγκλημα και συνδαιτυμόνες στο τσιμπούσι. Λεφτά έχετε ρε κουφάλες, γυναίκες έχετε; τους λέω και το σύνθημα έχει πέσει.
Αφού γιορτάσουμε την άνοδο του Αστέρα Τρίπολης στη μεγάλη κατηγορία ,και άνθραξ ο θησαυρός του Χουρσίτ Πασά στους πύργους της Μάνης, παίρνουμε τον δρόμο σαν ανεπιθύμητοι αγροκαλλιεργητές από την Λακωνία και ωπ, “Φτάσαμε” Σταύρος Τσιώλης και Λιβαδειά. Μας ψήνει στα γρήγορα σουβλάκια ο θυμόσοφος πλανόδιος ψητάς του βρώμικου Γιάννης Ζουγανέλης, απολαμβάνουμε το σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο που δημιουργήθηκε το “καλύτερα οι δυό μας” από Καιτούλα και Αννούλα , ακούμε Χάρη Κωστόπουλο, Παύλο Κοντογιαννίδη, σκιαζόμαστε από την γριά της Λίμνης, και αφού έχουμε πιει ένα ερυθρό ξηρό Λιμνιώνα , επιστρέφουμε γεμάτοι αναμνήσεις από το λαϊκό πανηγύρι στον αγαπημένο μας βορρά.
Ησυχία δεν έχουμε, όπως περνάμε από Απολλωνία και Βόλβη από την παλιά εθνική οδό Θεσσαλονίκης Καβάλας , έχουμε την Βόλβη αριστερά μας. Φτάνουμε Ασπροβάλτα και επειδή δεν είμαστε αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία γυρνάμε πίσω στην αφετηρία μας από την άλλη πλευρά της λίμνης , Ρεντίνα, Βαγιοχώρι, Νυμφόπετρα και ούτω καθ’ εξής. Εκεί ο χαρακτήρας της, Αγγελικής Ηλιάδου, στα ντουζένια της, μας αποκαλεί σαγηνευτικά με το μικρό μας όνομα. Κερδίσαμε ένα σωρό λεφτά στο Πόρτο Καρράς θέλουμε να ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ αλλά το παλιό το ορθόδοξο, έχουμε βρει την χουρμαδια και το θησαυρό του Χουρσιτ Πασά, και ένα χαμόγελο έχει σπάσει στο κάτω μας χείλος.
Αλλά αλίμονο, όλα ένα όνειρο, μια φενάκη , ένα πέταγμα της πεταλούδας. Έχει ξημερώσει Τετάρτη. Έχουμε χαγκόβερ. Η δουλειά περιμένει, το τηλέφωνο βροντά και αστράφτει στη δόνηση, γιατί κάναμε την ξερή και το βγάλαμε από τη λειτουργία πτήσης, μήπως στείλει το πουλάκι, που δεν στέλνει ποτέ. Μέχρι το Σάββατο λοιπόν και επειδή τα ρόουντριπ του Σταύρου μας συνεπήραν αλλά μας κούρασαν , θα την πέσουμε στο μπαλκόνι της μικρής μας μονοκατοικίας τώρα που ζέστανε και θα απολαύσουμε το Κύκνειο άσμα του το “γυναίκες που περάσατε από δώ” περιμένοντας αυτές να κάνουν το πρώτο βήμα με ένα εξαιρετικό ξηρό ροζέ από αγιωργίτικο και μερλό με φρεσκοκομμένες φράουλες από τις γλάστρες μας. Και ναι πουλάκια μας εγώ τις φράουλες τις τιμώ αυστηρά με ξηρά αλλά αρωματικά εστιατορικά ροζέ , και όχι με ημίγλυκα ή πιο «θηλυκά» όπως θα έλεγε ένα φίλος κρασιά. Αλλά από την αντίθεση έρχεται η σύνθεση, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και κανείς δεν θα σας μαλώσει αν κάνετε τους δικούς σας συνδυασμούς , ή ακολουθήσετε την καρδιά σας.
Μέχρι τότε λοιπόν και επειδή ο Σταύρος Τσιώλης είναι μια κατηγορία μόνος του, και θα ήταν ντροπή και ολίγον τι ιεροσυλία να αναφέρεται το όνομα του με άλλους δημιουργούς, συνεχίζουμε το Γολγοθά της δουλειάς μας, ελπίζοντας το καλοκαίρι να πάμε μια βδομάδα Θάσο κοροϊδάρες, για Σουηδέζες δύο μέτρα από το βυζί της μάνας τους, και βίβλινο οίνο που έπινε και ο Πολύφημος ο Κύκλωπας, ακούγοντας στη διαπασών “άπονα σε λεηλάτησαν καρδιά μου οι τόσες οι αγάπες και έγινες χαμένη πολιτεία που δεν έχει πια διαβάτες” από τον αείμνηστο, τον χαραγμένο για πάντα στην καρδιά μας Βασίλη Καρρά.