Βρισκόμαστε στα τέλη του Μάη , το σάιτ που θα μας φιλοξενήσει τοποθετεί τις τελευταίες πινελιές στον οινικό καμβά του, χωρίς να ξέρουμε πότε ακριβώς θα δημοσιευθεί και αν δημοσιευθεί το παρόν πόνημά μας, χωρίς την αναγκαία λογοκρισία. Τέλη Μαϊου λοιπόν με αρκετά υψηλές θερμοκρασίες για την εποχή και σε ελάχιστο χρόνο θα μπούμε για τα καλά στο καλοκαίρι. Οι μεγαλουπόλεις θα αδειάσουν, οι περισσότεροι θα φύγουν για διακοπές εκμεταλλευόμενοι την πολυπόθητη άδεια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι λίγοι άτυχοι-τυχεροί που θα μείνουν στις πόλεις κατά την διάρκεια του θέρους, ή δεν θα έχουν την πολυτέλεια να απολαύσουν μακράς διαρκείας διακοπές, δεν δικαιούνται λίγες στιγμές ευτυχίας ή απόλαυσης μες στην θερινή ραστώνη. Για μας λοιπόν τους ταλαίπωρους φτωχοκατεργάρηδες της βιοπάλης που τα οικονομικά μας δεν επιτρέπουν την μακρά διαμονή σε πολυτελή resorts αλλά ίσως ούτε και την διαμονή κούτρα στο αυθαίρετο παραθεριστικό της θείας μας στη Σωζόπολη (όπως λέει ο Ραγκάτσης), έχουμε την λύση. Πάλι θα μας μιλήσεις για τον κινηματογράφο, τα θερινά κτλ θα τσοντάρεις και καμιά πρόταση για κανένα κρασάκι και κάτι έγινε θα μου πείτε. Ίσως και να έχει δίκιο ο αμφισβητίας σε αυτήν την περίπτωση, γιατί το διακύβευμα του να περάσει την άδειά του ή μέρος αυτής στην καυτή τσιμεντούπολη, αντί να τον χτυπάει η θαλασσινή αύρα, είναι μεγάλο. Η λύση όμως παραμένει απλή. Θερινός κινηματογράφος , γιασεμιά χιώτικα να αναβλύζουν το χαρακτηριστικό μεθυστικό τους άρωμα, κυκλοφορία την νύχτα και ταινίες αυτού που αποκαλούμε σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος. Μετά φυσικά μπορείτε να απολαύσετε και τον οίνο σας μετά τύρου και αχλαδίου ή ό,τι τραβάει ή όρεξη σας σε ένα από τα πολυπληθή, και πλέον πολύ ενημερωμένα, wine bar της πόλης.
Το καλοκαίρι, οι άδειοι δρόμοι, οι ελάχιστοι κοινωνοί της αστικής νύχτας, οι θύμησες των ξενυχτιών με τον φίλων μου το Μπάμπη μου φέρνουν μια νοσταλγία για ένα παρελθόν όχι και τόσο μακρινό αλλά και ονειρικό και ανύπαρκτο ταυτόχρονα. Θυμάμαι πολύ έντονα τα καλοκαίρια του 2008 και 2009 που με τον ανάδελφο φίλο μου Μπάμπη, από αιτίες που είχαν να κάνουν και με οικονομική δυσχέρεια αλλά και συναισθηματικό τέλμα, περνούσαμε τα καυτά βράδια του Ιουλίου και κάποια του Αυγούστου στο Κέντρο μιας άδειας Θεσσαλονίκης. Παρκάραμε με ευκολία , βρίσκαμε να καθίσουμε πολύ εύκολα στα πιο πολυσύχναστα μαγαζιά του κέντρου, πίναμε πολύ, πιάναμε συζητήσεις με αγνώστους, δηλώναμε ιδιότητες που δεν πληρούσαμε, φιλοσοφούσαμε και καταλήγαμε πρωί σε γνωστό μπουγατσατζήδικο στο τέρμα της Μητροπόλεως να λέμε ότι η ζωή μάλλον δεν μας έχει φερθεί και τόσο άσχημα. Είχαμε γνωριστεί με τα περισσότερα παιδιά που εργαζόταν στα μπαρ και τα καφέ του κέντρου, των οποίων ο οίκτος για το χάλι μας είχε μετατραπεί με τον καιρό σε μια συμπάθεια για αυτούς τους περίεργους παρατηρητές της ζωής.
Και ξαφνικά νιώθω την ανάγκη να βγω στο μπαλκόνι, ή στην ταράτσα να την γεμίσω με γλάστρες με χιώτικά γιασεμιά, με νυχτολούλουδα και να δω στο λάπτοπ μου (ή αν είστε τυχεροί και έχετε προβολέα στον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας, ή σε λευκό σεντόνι απλωμένο στον ακάλυπτο), μια από τις αγαπημένες μου ταινίες. Την πιο νοσταλγική ταινία που έχει γραφτεί ποτέ για serial killer. To τα «κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του Νίκου Νικολαϊδη με τους Άλκη Παναγιωτίδη, Χρήστο Βαλαβανίδη , Κωνσταντίνο Τζούμα, Ρίτα Μπενσουσάν, Ντόρα Καλογρίδη, Όλια Λαζαρίδη στο ρόλο της πολυθρύλητης «Βέρας» κ.α. Από την παράδοξη έναρξη της ταινίας με την ξυπόλητη κοπέλα που σκάβει έναν τάφο, την διπλή αφήγηση από τον ήρωα Άλκη, και από τους συμπρωταγωνιστές φίλους του και αγαπημένες για τον ίδιο, μπαίνουμε στο κλίμα της νοσταλγίας για μια νιότη που χάθηκε, για μια επανάσταση που δεν έγινε, για τους φίλους και τους έρωτες της νιότης, που χαθήκαν, παντρεύτηκαν , άλλαξαν και σε καμία περίπτωση δεν παρέμειναν οι ίδιοι. Ένα κλίμα ανεκπλήρωτης νοσταλγίας που νιώθουν τα «κουρέλια» όπως αποκαλούνται τα μέλη της παρέας του ήρωα μας Άλκη στην Αθήνα της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα. Αφιέρωμα στους νεολαίους της γενιάς των δεκαετιών του πενήντα και του εξήντα, αποτελεί ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα αυτής της ολόκληρης γενιάς , ονείρων της νιότης τους, των χορών τους, της μουσικής τους, του έρωτα όπως τους άρεσε, της σκανδαλιάρικης νοοτροπίας που χάθηκε στα σαράντα τους. Αυτή η γλυκόπικρη νοσταλγική αίσθηση αλλά και η διάθεση αμετανοησίας των «κουρελιών» απεικονίζεται με ιδιαίτερη αγάπη από τον Νίκο Νικολαϊδη που είναι κομμάτι αυτής της γενιάς, με τον μοναδικό του τρόπο να ζωγραφίζει στο σελιλόιντ, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις σπουδές του στη ζωγραφική. Και με μοναδικό τρόπο, αυστηρά κινηματογραφικό, καδράρει αριστοτεχνικά, χειρίζεται το φως, το αυξομειώνει, κάνει το περιβάλλον χαρακτήρα και ερμηνευτή της ταινίας. Ανοίγουμε λοιπόν ένα ροζέ από ξινόμαυρο κατά προτίμηση από την ιδιαίτερη πατρίδα της ποικιλίας, την Νάουσα , κάνουμε ένα γρήγορο αροζέ σε ένα εκλεκτό μοσχαρίσιο μπον φιλέ, και αφού το τοποθετήσουμε στο φούρνο μετά για είκοσι λεπτά το απολαμβάνουμε medium rare με τη συνοδεία ψητών μανιταριών στο σχαροτήγανο, και μιας γρήγορης σάλτσας με το αίμα του και λίγο από το ίδιο ροζέ από ξινόμαυρο κατεβασμένης ίσα ίσα για να αποφύγουμε το υδαρές. Ακούμε το φανταστικό σάουντρακ της ταινίας με τα ντραμς να φαίνεται σαν να τα παίζει ο ίδιος ο τυραννισμένος από την πραγματικότητα πρωταγωνιστής, που το μόνο που του έχει μείνει είναι θυμάται τις υπέροχες μπαλάντες των Ρόι Όρμπισον, Νατ Κιγκ Κόουλ , τα ροκ εντ ρολ κομμάτια των Φατς Ντόμινο, και εκείνου του «κρετίνου του Πέρυ Κόμο που τα ξεκίνησε όλα όταν τραγούδησε την Γκλεντόρα». Κάνουμε παρέα στα «κουρέλια» της ταινίας που πίνουν άφθονο «κοκκινέλι» (όπως αποκαλούσαν οι παλιότεροι τα αυστηρά και λίγο πιο ερυθρωπά ροζέ μιας άλλης εποχής) και γευματίζουν στο σπίτι του Άλκη, σιπάροντας το αυστηρό αλλά αρωματικό ροζέ από ξινόμαυρο που έχουμε ανοίξει και γευόμενοι το φιλέτο μας, αναλογιζόμενοι και εμείς το γλυκόπικρο μιας νιότης που πέρασε, φίλων που χάθηκαν, φίλων που άλλαξαν, του νεαρότερου εαυτού μας που δεν θα μας αναγνώριζε σήμερα, και σίγουρα δεν θα μας έκανε παρέα.
Συνεχίζουμε με το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Νίκου Νικολαϊδη, την οποία ο ίδιος σε συνέντευξη του αποκάλεσε «τα χρόνια της χολέρας» της θρυλικής για τους σινεφίλ «Γλυκιάς Συμμορίας» που βγήκε το 1983 με πρωτοεμφανιζόμενο τον λατρεμένο Τάκη Σπυριδάκη στα 24 του, μπαίνουμε στα άδυτα μιας τσακαλαρίας μελών της γενιάς των late seventies αρχών 80s που επιλέγει όπως όλοι αν δεν φοβόμασταν το κόστος και την τσιμπίδα του νόμου, να ζει ελεύθερα και αυτό σημαίνει καμιά φορά παραβατικά. Ανοίγουμε εδώ και πάλι ροζέ αλλά όχι το αυστηρό από ξινόμαυρο Ναούσης, αλλά πάμε σε μια πιο ήπια πιο μαλακωμένη αίσθηση, αλλά εξίσου θεσπέσια που μας δίνει ένα μπλεντ από αγιωργίτικο Νεμέας με Μερλό. Απολαμβάνουμε την ζωγραφική στο φιλμ του μάστερ Νίκου Νικολαϊδη, το υπέροχο σάουντρακ της ταινίας από τον Γιώργο Χατζηνάσιο, το Sugar Time του Charlie Philips , του Μr Sandman των Chordettes , και την σκηνή του στριπ τηζ με το “γλυκιά Μαράτα» του 1940 της Κάκιας Μένδρη , με το σώμα του Μερλό και τα ανθικά αρώματα , και την φράουλα που βγάζει καμιά φορά το αγιωργίτικο , που συνδυάζουμε με μια μακαρονάδα μπολονέζ, με τον κιμά και την σάλτσα της όχι με ιδιαίτερα μπαχάρια, αλλά σβησμένη στο ίδιο υπέροχο ροζέ. Για αυτούς που θα μπουν στην διαδικασία της νοσταλγικής αυτής επαναφοράς, και του ασυμβίβαστου που συνεπάγεται η ελευθερία, αν και όλοι αύριο θα πάμε στην δουλειά μας, θα πούμε μάλιστα στο αφεντικό και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο θα προτείνουμε και το τρίτο και τελευταίο μέρος της ανωτέρω τριλογίας του Νίκου Νικολαϊδη το «ο Χαμένος τα παίρνει όλα» πιο γνωστή στους περισσότερους από μας ακόμη και λιγότερο σινεφίλ, λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου του Γιάννη Αγγελάκα και του υπέροχου σάουντρακ με την οποία επένδυσε την ταινία και φυσικά του ομώνυμου τραγουδιού. Εδώ και λόγω του σουρεαλισμού που διέπει τις ταινίες του Νίκου Νικολαϊδη , άλλωστε σουρεάλ είναι η ζωή μας κι ας μην το ομολογούμε, λόγω της μουσικής ίσως, λόγω της ατμόσφαιρας της ταινίας, του πειραματισμού, θα πάω σε ένα ερυθρό από παμίδι και μαυρούδι θράκης οινοποιημένο με την παραδοσιακή αρχαιολληνική τεχνική, και ωριμασμένο σε αμφορέα. Με εξουδετερωμένες λίγο παραπάνω τις οξύτητες μαλακωμένο από τις ατίθασες τανίνες των ανωτέρω αρχαίων ελληνικών ποικιλιών, θα πρότεινα να το απολαύσουμε με μια παραδοσιακή ελληνική τηγανιά από συκώτι, νεφρά, καρδιά, γλυκάδια μόσχου, αν καταφέρετε και τα βρείτε φρέσκα, με τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι ξερό και φρέσκο. Κι αφού χαθείτε με την επήρεια αυτού του κρασιού που έρχεται με τεχνικές από το ένδοξο παρελθόν να μας θυμίσει ότι και το μέλλον μπορεί να μην είναι και τόσο ζοφερό όσο μας φαίνεται στην κινηματογραφική «παλέτα» του ζωγράφου του σελιλόιντ και μάστορα της νοσταλγίας και υμνητή της φιλίας Νίκου Νικολαϊδη, ίσως ξεχάσετε προσωρινά ότι δεν είστε σε κάποιο νησί ή κάποια παραλία, όπως άλλοι που τους έχει φερθεί λίγο καλύτερα προσωρινά η τύχη.
Τις συγκεκριμένες ταινίες που αποτελούν αφιέρωμα στις γενιές των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και ίσως απαιτούν και μια σινεφίλ παιδεία, ως ύμνοι της φιλίας που είναι, προσπαθούμε να τις δούμε με φίλους της νιότης μας, που μας έχουν συνδέσει κοινές κραιπάλες, σκανδαλιές, μικρές παραβάσεις και νοθείες. Άλλωστε ακόμη και ο πιο μετριοπαθής και ηπίων τόνων άνθρωπος δεν μπορεί παρά να μην σπάσει ένα χαμόγελο, όταν του θυμίσει κάποιος φίλος βραδιές «ντροπής» της νιότης , που είναι όμως παράσημα και καταφύγια αναμνήσεων για τον φθαρμένο μεσήλικα.
TO BE CONTINUED