Κρασιά και Ταινίες volume 6: Ο ΟΙΝΙΚΟΣ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ «Cine Vino D’ Italia»

Χρόνια πριν στην εξωτική Κω, είχαμε την τύχη να θαυμάσουμε την τέχνη του Ιταλού γυπαετού στο φυσικό του περιβάλλον. Ο νεαρός Ιταλός πέφτουλας με τα μαντιλάκια του , τα μεσάτα του σακάκια, και τα χειροποίητά του μοκασίνια διέπρεπε στο κυνήγι της καραβίσιας νεαρής Σκανδιναυής, που μαζικά έκανε τις all inclùsive διακοπές της στα άλλοτε Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάννησα. Αλλά δεν ψέγουμε τους νεαρούς γείτονες λάτρεις των ζυμαρικών, του ποδοσφαίρου και του ποδόγυρου, αλλά μάλλον τους ζηλεύουμε. Τους φθονούμε για την κουλτούρα, την φινέτσα, την κομψότητα, την επιτυχία τους με τις γυναίκες και φυσικά για την τρομερή οινογεωγραφία της bèlla Italia, και το τεράστιο αποτύπωμά της στον παγκόσμιο κινηματογράφο και σε ποιότητα, και σε τεράστια ποσότητα σε κατηγορίες και φόρμες κινηματογράφου, ορισμένες μάλιστα αποκλειστικά δικές της ή τουλάχιστον πρωτοεμφανιζόμενες σε αυτήν.

Η ποικιλομορφία των προϊόντων του Ιταλικού κινηματογράφου, σπαγγέτι γουέστερν, ταινίες με σανδάλια, αριστουργήματα του κινήματος του νεορεαλισμού, κωμωδία, Φράνκο, και Τσίτσο, Μοντγκόμερυ Γουντ, Bud Spencer και Terrence Hill, σεξοκωμωδίες με τον Μπόζο, Σέρτζιο Λεόνε και τα μυαλά στα κάγκελα, μπορούν να συγκριθούν μόνο με την ποικιλομορφία των διαφορετικών τερουάρ από τον αδικημένο Νότο , το φημισμένο μέσο και τον ευνοημένο Βορρά της γείτονα χώρας, που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι όταν την πρωτοαποίκισαν στην αρχαιότητα, την ονόμασαν «οινότρια γη», εξαιτίας του ότι ήταν ιδανική για την καλλιέργεια αμπελιού και την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας οίνου.

Σήμερα λοιπόν με περισσή λαχτάρα και μια έλξη κάτι παραπάνω από ερωτική θα αποπειραθούμε να ταξιδέψουμε στην χώρα του Nebbiοlo, του Chianti, της Marsala από τη Σικελία, του Σαν Τζιοβέζε που δεσπόζει στην Τοσκάνη και στην κεντρική Ιταλία, του Αglianico, του Grillo, του Greco (Ελληνικό), του Verdichio (λευκή ποικιλία αρωματική), του Montepulchiano, του Rubesco της μεσαιωνικής περιοχής της Umbria, του ρουμπινένιου Brunello που παλιώνει με μοναδική αντοχή στον χρόνο, του λευκού φρέσκου Tignanello με την κομψότητα , τις πολλαπλές διαστάσεις, την ελαφρύτητα σε συνδυασμό με την ένταση που μόνο μια Ιταλίδα θα μπορούσε να έχει, του Αmarone di Valpolicella, του Barolo, του Βarbaresco, του Bardolino, του Ripasso, του Nero ‘ Avola, του Nero di Troia (το μαύρο της Τροίας) και μια απέραντη λίστα κρασιών και γηγενών ποικιλιών .

Ξεκινάμε ανάποδα λοιπόν, καθ’ ότι ουκ ολίγες φορές έχουμε χαρακτηριστεί ανάποδοι και γρουσουζλαμάδες από φίλους. Οι εχθροί μας, μας λένε τα καλύτερα. Πάμε λοιπόν από τον Νότο από την Σικελία και επιλέγουμε μια κλασσική ταινία , το αριστούργημα του Giuseppe Tornatore “Nuevo Cinema Paradiso” του 1988, πολυβραβευμένο, πλαισιωμένο άριστα από το εξαιρετικό soundrack του μάγου του είδους Ennio Morricone. Εδώ έχουμε την λατρεία του ήρωά μας για τον κινηματογράφο και τις ιδιαίτερες στιγμές του, την παράδοξη φιλία που γεννιέται μεταξύ αυτού και του μεγάλου σε ηλικία μηχανικού προβολής, σε συνδυασμό με την πίκρα που αφήνει ο τότε φτωχός  Ιταλικός νότος που έτρωγε τα παιδιά του, που δεν είχαν το κουράγιο να ξενιτευτούν στον πλούσιο βιομηχανικό βορρά. Απολαμβάνουμε λοιπόν αυτή την γλυκόπικρη αναδρομή στον χρόνο με τον κινηματογράφο και τις ταινίες να αποτελούν τα όρια της αλλά και το φόντο της, με ένα ερυθρό Nero D’ Avola. To Nero D’ Avola είναι μια γηγενής ποικιλία της Σικελίας που παρά το υποσαχάριο της κλίμα (πιο κοντά στην Αφρική από τη Ρώμη) η καλλιέργεια της στα ιδιαίτερα υψηλά Σισιλιάνικα υψόμετρα του δίνει την απαραίτητη οξύτητα και ισορροπία , σε συνδυασμό με το στιβαρό του σώμα, την ρωμαλέα του δομή και το υψηλό αλκοόλ και το καθιστά το Σικελικό best  seller. Απολαμβάνουμε λοιπόν το Σινεμά ο Παράδεισος με ένα παραδείσιο ερυθρό Nero d’ Avola, με τα αρώματα των κόκκινων μούρων, και τα μπαχάρια  στη μύτη σε συνδυασμό με την καλή του δομή, το ισορροπημένο υψηλό αλκοόλ με την επίσης υψηλή οξύτητα και τις βελούδινες του τανίνες, που αν έχουμε υπομονή γίνονται ακόμα πιο ευγενείς στο πέρασμα του χρόνου, με  αρνίσια παϊδάκια ψημένα στο κάρβουνο με δεντρολίβανο και λίγη ρίγανη, ή ένα κλέφτικο, ή εξοχικό, ή ένα κοτόπουλο με κόκκινη πικάντική σάλτσα, αλ κατσιατόρε (του κυνηγού που λένε οι φίλοι μας Ιταλοί).

Συνεχίζουμε να πηγαίνουμε πάλι ανάποδα από Νότο προς Βορρά και σταματάμε στην Νάπολι και συγκεκριμένα στο Castelabate. Εδώ αλλάζουμε ελαφρώς το κλίμα και πάμε σε μια πιο σύγχρονη αλλά αγαπημένη και ξεκαρδιστική κωμωδία. Καλώς ήλθατε στο Νότο λοιπόν και “Bien Venuto al Sud”. Ξεκαρδιζόμαστε στην κυριολεξία με τα διάφορα ευτράπελα που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκεια της δυσμενούς μετάθεσης ενός υπαλλήλου των Ιταλικών ΕΛΤΑ από το βόρειο καλλιεργημένο και καθώς πρέπει Μιλάνο, στο νότιο φτωχό, μαφιοζοκρατούμενο, βλαχοχώρι του Castelabate έξω από την Νάπολι. Βασανισμένος από τα αιώνια στερεότυπα των Βορείων και Νοτίων που στοίχειωσαν όχι μόνο τον Αμερικανικό Εμφύλιο, αλλά και την σκουάντρα ατζούρα, και την δική μας χώρα έστω και ποδοσφαιρικά , ο ήρωας μας καταλήγει να κλαίει δύο φορές. Μία όταν φτάνει στο Νότο, και μία όταν φεύγει. Απολαμβάνουμε αυτήν την ανάλαφρη, αλλά ξεκαρδιστική κωμωδία που βασίστηκε σε αντίστοιχη Γαλλική (Bienvenu chez les Chtis), με ένα νότιο κρασί της περιοχής λευκό κατά προτίμηση. Είτε ένα Catarrato με την ορυκτότητα του λόγω του ηφαιστειογενούς χαρακτήρα του εδάφους της περιοχής του Βεζούβιου, με το φουντούκι και τα αρώματα κίτρου και βουτύρου που το κάνουν να μοιάζει λίγο και με chardonnay, ή με ένα λευκό Greco που με το αχυρένιο του χρώμα και τις λαχανί ανταύγειες, το κίτρο και το αχλάδι στην μύτη του το ιδιαίτερο του σώμα και την χαρακτηριστική επίγευση, θα ταίριαζε εξαιρετικά με τα όστρακα ή μια μακαρονάδα θαλασσινών της cucina Povera (η ιταλική κουζίνα αυτοχαρακτηρίζεται ως η κουζίνα των φτωχών). Μπορούμε βέβαια τα ανωτέρω δύο αναφερόμενα λευκά της περιοχής του Αμάλφι, του Positano και της Ιταλικής Καμπάνια να τις συνδυάσουμε με μια υπέροχη μοτσαρέλα και φρέσκο προζυμένιο ψωμί, όπως κάνουν οι ήρωές μας στο νότο, κατευθείαν από το μαστό της Βουβάλας. Ή αλλιώς αν θέλουμε να απολαύσουμε ένα παλαιωμένο γκοργκοντζόλα όπως ο Μιλανέζος ήρωάς μας και διευθυντής του ταχυδρομείου, ανοίγουμε ένα ερυθρό aglianico με τα βατόμουρα του, τα φρούτα του δάσους, και τον καπνιστό του χαρακτήρα, από την “MastroBerardino Family”, ή το λευκό που παλιώνει ανά τους αιώνες το “Fiano d’ Avelino” πολυσύνθετο, με ορυκτό χαρακτήρα, με αρώματα μαγνησίου, καλίου, στάχτης, και τραγανή και υψηλή οξύτητα σε συνδυασμό με ένα σώμα που θα ζήλευε και ο Machiste (μασίστας ιταλική φιγούρα του σωματαρά του Ιταλικού κινηματογράφου.

Συνεχίζουμε αυτό το οδοιπορικό στην οινική σινεγεωγραφία της γείτονος με το αριστούργημα του Λουκίνο Βισκόντι, και κλασσικό δειγμα του κινηματογραφικού κινήματος του νεορεαλισμού που γεννήθηκε στην σινεμαμά Ιταλία, το «Rocco i suoi fratteli». Ελληνιστί «ο Ρόκκο και τ’ αδέλφια του|. Πρωταγωνιστούν ο πρόσφατα εγκαταλείψας τον μάταιο τούτο κόσμο, μεγαλύτερος γόης του σελιλόιντ Αλεν Ντελόν, η Αννί Ζιραρντό, η αιώνια λαχτάρα και πόθος αμείωτος Κλαούντια Καρντινάλε, και οι δικοί μας Σπύρος Φωκάς, και η υπέροχη υποκριτικά, και τεράστια Κατίνα Παξινού στο ρόλο της πολύπαθης Ιταλίδας μάνας που τόσο πολύ μοιάζει με την αντίστοιχη Ελληνίδα της εποχής. Αυτό το σύγχρονο δράμα της αστυφιλίας που οδηγεί την χήρα μητέρα με τα τέσσερα παλικάρια της με ένα ζεμπίλι από το ξεροχώρι της στο φτωχό που δεν έχει στον ήλιο μπίρα Νότο στο βιομηχανικό Μιλάνο του Βορρά, και το δράμα που εκτυλίσσεται μεταξύ των τεσσάρων αδερφών και των μύριων κακών που έπονται ενός ερωτικού τριγώνου μεταξύ πυγμάχων, το απολαμβάνουμε με ένα chianti classico reserva , φτιαγμενο απο 80% τουλάχιστον San Giovese αυτής της θρυλικής ποικιλίας της Τοσκάνης , με όλες τις υπεραυστηρές προδιαγραφές που προϋποθέτει η συγκεκριμένη ετικέτα και ο χαρακτηρισμός DOCG από την Ιταλική Νομοθεσία. Τα αρώματα της βιολέτας , των βοτάνων, του γλυκάνισου, των μαύρων φρούτων, της ιδέας της μαρμελάδας μαύρου σύκου, των μπαχαριών, του πιπεριού και της πολυπλοκότητας και της λεπτής ισορροπίας του chianti classico reserva απολαμβάνουμε με ένα κλασσικό ιταλικο πιάτο, το  όσο μπούκο, μπρεζέ μοσχαράκι δηλαδή με το κόκκαλο και κρεμμυδάκι εσαλότ, και μια φρέσκια σαλάτα λόλο ρόσο για να μας δώσει μια δροσιά, κατά την διάρκεια της τρίωρης σχεδόν ταινίας μας και του βαριού όσο να ‘ναι «όσο μπούκο» μας.

Κι αφού μπουκώσουμε το «¨Οσο Μπούκο» μας, ντερλικώσουμε το Chianti Classico Reserva μας με τον Ρόκκο και το σόι του, που μαύρισαν την καρδιά μας, συνεχίζουμε με την πιο αντιπροσωπευτική ταινία του Ιταλικού Νεορεαλισμού, το ” Ladri di Biciclette” του Vittorio De Sica. Τους πασίγνωστους λοιπόν ” Κλέφτες Ποδηλάτων” , χρονογράφημα της φτώχειας , της ανεργίας, της ελπίδας και της απελπισίας σε μια κατεστραμμένη οικονομικά μεταπολεμική Ιταλία, απολαμβάνουμε κόντρα στο κλίμα της πόρκα μιζέρια με ένα εκλεκτό «Μπαρόλο», από την εκλεκτή ποικιλία του Νεμπιόλο με ψητή λιωμένη παρμεζάνα όπως ο γιος του ήρωά μας, προσούτο, μορταδέλα και φρέσκο ψωμί, κλασσικού street food του  βιομηχανικού Ιταλικού Βορρά. Και μετά για να χωνέψουμε και να κάψουμε τις περιττές θερμίδες μας ανεβαίνουμε στο γαλάζιο μας bianchi και πάμε για ανάβαση στις Ιταλικές Άλπεις και στην επαρχία του Βένετο για να δοκιμάσουμε Ιταλικά riesling και  traminer απο το Friouli που παλιά ανήκε στην Αυστρία και μοιάζει πιο πολύ Αυστριακό παρά Ιταλικό.

Σ αυτό το ονειρικό οινικό και κινηματογραφικό ταξίδι μας στην Bella Italia, που αγαπάμε γιατί ούνα φάτσα ούνα ράτσα, δεν πρέπει ξεχάσουμε να αναφέρουμε το” la vita e bella του Roberto Benini”, που στην τελετή για την απονομή του Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας ευχαρίστησε τους γονείς του που τον γέννησαν φτωχό, που μπορούμε να απολαύσουμε με ένα εξαιρετικό αφρώδες prosecco και μια ιταλική τάρτα ή gelato έτσι για να γλυκάνουμε την ομορφιά της ζωής. Ούτε φυσικά  τον τεράστιο Fellini και το σουρεαλιστικό, ονειρικό και αυτοβιογραφικό 8 1/2 που αποδεικνύει ότι ο κινηματογράφος είναι σταθερά 50 χρόνια πίσω, τον Αντονιόνι, το Il Vangelo Secondo di Mateo που παίχτηκε αποκλειστικά από κομπάρσους σκηνοθετημένο από τον κομμουνιστή Pier Paolo Pasolini, αλλά εγκεκριμένο από το Βατικανό και μυριάδες άλλα. Απολαμβάνουμε λοιπόν τα πνευματικά τέκνα της Titanus και  της Cineccita, με την τεράστια ποικιλία των γηγενών ποικιλιών της χώρας του Ντα Βίντσι, του Τιτσιάνο, του Μικελάντζελο, της Καμόρα, του Κάλτσιο, του Μαλντίνι και του Μαστρογιάνι, και φυσικά και κυρίως των Κλαούντια Καρντινάλε, Σοφία Λορεν, Ορνέλα Μούτι, κι αυτής που έπαιζε στη Μαλένα και δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα, αλλά στοιχειώνει τα ονειρά μου.

ΥΓ ο Hannibal Lector συνήθιζε να απολαμβάνει το chianti του με ανθρώπινο συκώτι τηγανισμένο σε βούτυρο. Εμείς φρόνιμο θα είναι να αναζητήσουμε λιγότερο εξεζητημένες επιλογές από την και καλά cucina povera. Σταθερή πρόταση για την πίτσα του βραδιού του Σαββάτου παραμένει το προσωπικά αγαπημένο και καλά «εύκολο» Μοντεπουλτσιάνο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *