
Και κρασί και βιβλίο και ταινία σήμερα. Τρία σε ένα. Το υπαινιχθήκαμε χωρίς να το φωνάζουμε και με το “Ματιαγμένες κατσίκες», και άλλες φορές, αλλά όποιος το έπιασε το έπιασε και δεν ήτανε πολλοί. Το «Fear and Loathing in Las Vegas λοιπόν (Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας για αυτούς που θυμούνται τις ταινίες με τους ελληνικούς τίτλους) είναι μεταφορά από βιβλίο. Συγκεκριμένα το ομώνυμο βιβλίο του Hunter S. Thomson με επεξηγηματικό τίτλο το “A Savage trip to the heart of the American dream”. (Ένα πρωτόγονο ταξίδι στην καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου) είναι μια νουβέλα στο στυλ του δημοσιογραφικού gonzo, βασισμένη σε αυτοβιογραφικά συμβάντα, καλή ώρα όπως κάνουμε καμιά φορά κι εδώ. O Raul Duke λοιπόν (ενσαρκωμένος στην ταινία από τον Johny Depp) και ο δικηγόρος του Dr. Gonzo πηγαίνουν στην Μέκκα του πολυπολιτισμικού καμινιού που λέγεται ΗΠΑ, για να κυνηγήσουν το Αμερικανικό Όνειρο μέσα σε ένα λαβύριθο παραισθήσεων λόγω της εκτεταμένης χρήσης ποικίλων ναρκωτικών ουσιών. Σ’αυτόν τον κυκεώνα της τεχνητής εναλλαγής πραγματικοτήτων αναμασούν διαρκώς με νοσταλγία και απογοήτευση εν μέρει, τις αιτίες αποτυχίας του κινήματος των «παιδιών των λουλουδιών».

Όλη η αντικουλτούρα των 60’ς λοιπόν σε μια ειρωνική και κωμική κριτική με μια ρομαντική ρετρονοσταλγία όμως από τα δικά της παιδιά. Το πιο γνωστό βιβλίο λοιπόν του κυρίου Τόμσον έγινε γνωστό για τις γλαφυρές περιγραφές της ακατάσχετης χρήσης διαφόρων ναρκωτικών ουσιών και το γεγονός ότι ήταν η πρώτη νοσταλγική μεν κριτική δε του κινήματος της Νέας Εποχής. (New age movement). H νουβέλα δημοσιεύτηκε αρχικά σε δύο συνέχειες στο περιοδικό “Rolling Stone” το 1971 πριν εκδοθεί και ως βιβλίο το 1972. Η ταινία με τον ίδιο ακριβώς τίτλο βγήκε στους κινηματογράφους το 1998 σκηνοθετημένη από τον Terry Gilliam (παλιό μέλος των Monty Pythons, σκηνοθέτη του 12 Πίθηκοι, του Δόκτωρ Παρνάσους, του Brazil, του Fisher King) που τόσο αγαπάμε είναι μια τραγικωμική ωδή σ’ αυτήν την κριτική στην αντικουλτούρα των 60ς, που επιχειρεί το βιβλίο. Με το εξαιρετικό καστ λοιπόν στην φαρέτρα του ο Terry Gilliam, κάθεται στο πίσω κάθισμα, πίσω από έναν πρώιμο Τζακ Σπάρροου με το κλασσικό πισωγύρισμα, που εδώ είναι όχι από την κάνη της πιστόλα στο κεφάλι, αλλά από τη ζαλάδα που φέρνει η μεσκαλίνη, και έναν Ντελ Τόρο που ότι και να κάνει το καταφέρνει ακόμα και ας Λατίνος, μαστούρης χασοδίκης. Αφού πιουν ότι πίνεται κι ότι ρουφιέται στον δρόμο από το Los Angeles στο Las Vegas, πιστολιάσουν ξενοδοχεία, αγοράσουν μαϊμούδες και ένα σύντομο πέρασμα από τον Πλανήτη που όλοι είναι σαύρες, και εν τη ρύμη του λόγου για το τις πταίει που “το χασίσι γ…σι και επιστροφή στη φύση» δεν λειτούργησε όπως αναμενόταν, ξεχνάνε να καλύψουν δημοσιογραφικά και το συνέδριο της αστυνομίας των ΗΠΑ για τις συνέπειες της χρήσης των ναρκωτικών. Για μια τέτοια ταινία και για τέλος της εβδομάδας λοιπόν, θέλουμε κάτι εξαιρετικά δυνατό σαν κρασί κάτι που να χαϊδέψει τις αισθήσεις μας με μια πολυπλοκότητα , με μια αναζήτηση, κάτι ειρηνικό και ταυτόχρονα επαναστατικό και multiculture.
Αφού λοιπόν ετοιμάσουμε κρέπες ή παν κέικς ή πολύ λέπτά πάνκεικς (μια προαιώνια διαφορά άποψης μεταξύ Will Ferrel και Sasha Baron Cohen στο Talladega Nights) συνοδευμένα με λιωμένο κασέρι Σοχού η οποιαδήποτε σκληρή γραβιέρα μας κάνει όρεξη, ή αν είμαστε κατά των τυριών μια τηγανιτή πέστροφα με φρέσκο βούτυρο και μπρόκολο βραστό, ανοίγουμε το Surlie από την Αμπελόεις . Ένα πολύ ιδιαίτερο εξαιρετικά πολύπλοκο και ταυτόχρονα γευστικό Sauvignon Blanc. Καμία σχέση όμως με τα Sauvignon Blanc που έχετε συνηθίσει , όπως καμία σχέση και η ταινία του αμερικανοβρεττανού σκηνοθέτη. Εδώ το sauvignon blanc έχει παραμείνει για 12 μήνες με τις οινολάσπες του, με αποτέλεσμα ο αρωματικός του χαρακτήρας να είναι πολύ πιο σύνθετος από τον τυπικό της ποικιλίας, χωρίς βέβαια να αναιρεί την ταυτότητά της.

Πέραν λοιπόν από τα κίτρινα εσπεριδοειδή, τα λεμόνια, και τους λεμονανθούς, εδώ η μακρά παραμονή με τις οινολάσπες, (εξ’ ου και το όνομα) μας δίνει αρώματα καραμελωμένου ανανά, ακόμη και υπαινιγμούς ώριμου αχλαδιού θα μπορούσα να πω, χαμομήλι έστω και λίγο πιο υποτονικό, ακόμη και ζύμης ψωμιού κι ας ακούγεται αιρετικό. Όπως και να έχει ο εξαιρετικά σύνθετος αρωματικός χαρακτήρας, που χρήζει ωριαίων αναλύσεων (όπως και το τι δεν πήγε καλά με τα παιδιά των λουλουδιών) συνοδεύεται από ένα στιβαρό σώμα, διαθέτει λιπαρότητα και σχεδόν κρεμώδη υφή. Ιδανικό ποσοστό αλκοόλ, μακρά αξιομνημόνευτη επίγευση, αποτελεί όντως μια πρωτοποριακή πρόταση για την οινοποίηση της συγκεκριμένης ποικιλίας. Το δοκιμάσαμε στα «Βοροινά» της Θεσσαλονίκης και μας εξέπληξε ευχάριστα.
Η τιμή του θα έλεγε κάποιος ίσως λίγο ακριβή, αξίζει όμως γιατί κάνει την διαφορά, κι αν το πιούμε σπιτάκι μας με ταινία και delivery μια Παρασκευή, ε ας το κάψουμε κυρ Στέφανε και ας πάει και το Παλιάμπελο.
Υ.Γ. Δεν ασπαζόμαστε την χρήση των ναρκωτικών και όσον αφορά το αλκοόλ είμαστε θιασώτες μόνο της περιστασιακής και υπεύθυνης κατανάλωσης. Να το απολαμβάνουμε όπως και την στιγμή. Μην το πίνουμε και μας πίνει. Άσε που το αλκοολίκι δεν συμφέρει και οικονομικά, όπως και το τσιγάρο, όπως και η πειρατεία. Θα πεθάνουμε διακόσια χρονών, άμουσοι, φτωχοί και ξενέρωτοι. Αξίζει;
