Κατακαλόκαιρο, 20 Ιουλίου του πιο περίεργου έτους που έχουμε διανύσει ποτέ, και δεν διανύσαμε άλλωστε ακόμη. Είμαστε ακόμη στα μισά κι έχει χαθεί η μπάλα παγκοσμίως. Οι Ρώσοι με τους Ουκρανούς δεν τα έχουνε βρει ακόμα. Ο Τραμπ επανεξελέγη. Ακόμα δεν βγήκε, και μάλωσε με το κολλητάρι του τον Ήλον Μασκ, που ετοιμάζει κόμμα. Το Ισραήλ με το Ιράν παίζουν κορώνα γράμματα μια μεταποκαλυπτική, δυστοπική πραγματικότητα στην οποία αν τελικά γλυτώσουν οι κατσαρίδες, θα πρέπει να τρώνε μόνο κονσέρβα καμιά δυο χιλιετίες μέχρι να ανακάμψει το ανοσοποιητικό του πλανήτη.
Μέσα σ’ αυτήν την καυτή ατμόσφαιρα, με τα αιρκοντίσιον να ασθμαίνουν και τους παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος να τρίβουν με χαρά τις οπλές τους, η μόδα του temu, του Shein και η καταραμένη φτώχεια έχει μικρύνει ακόμα πιο πολύ φορέματα, σορτσάκια και μαγιό με τραγικά αποτελέσματα για την ψυχική υγεία γυπαετών, κονδόρων, θαλασσαετών, λύκων της στέππας και λοιπών πτωματοφάγων αρπακτικών. Αφού μπήκα για πολλοστή φορά στα Zara, στα Notos και σε καμιά δυο τράπεζες για να δροσιστώ άνευ κόστους, μου την πέσανε οι απανταχού σεκιουριτάδες με το σήμα του τέξας μάρσαλ που φορούσε και ο Τσακ Νόρρις στο δεξί του πέτο και με διώξανε. «Αν δεν ψωνίζετε κύριε να βγείτε έξω.» Αφού εκδιώχθηκα λοιπόν ακόμη μια φορά από τα κατά τα άλλα φιλόξενα πολυκαταστήματα, πήρα την εκδίκηση μου παραγγέλλοντας ένα σωρό αχρείαστα συμπράγκαλα από τους Κινέζους διαδικτυακούς ανταγωνιστές τους. Παρήγγειλα λοιπόν σ’ αυτό το προαποκαλυτπτικό καλοκαίρι, λίγο πριν από την ενδεχόμενη πυρηνική καταστροφή, το φλας του ήλιου και τον καιρό γαρ εγγύ του Δημοσθένη του Λιακόπουλου, κάποια ψιλοπράγματα, από αγκίστρια, βαρίδια, και δολώματα για το ψάρεμα χωρίς να έχω καλάμι, μέχρι ποδηλατικό κολάν, κοπίδια ξυλογλυπτικής, και διάφορες γλάστρες για τα μπονσάι που έχω φυτεμένα κι ακόμα δεν έχω κλαδέψει, έτσι για να τους εκδικηθώ. Α μην ξεχάσω, παρήγγειλα και μια ματσέτε έτσι γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιος γείτονας θα σου κάνει σκηνή για το παρκάρισμα, πριν στην πέσουν ζομποποιημένοι Ταλιμπάν με συνδικαλιστικά αιτήματα. Έτσι για τον φόβο τον Ιουδαίων, αν και αυτοί δεν μασάνε τίποτε.
Δεν την πάλευα καθόλου όπως περπατούσα στις αρχές της Τσιμισκή και ένιωθα την πίσσα να γίνεται ένα με τις σόλες μου, και το πουκάμισο μου να φλέγεται λες και του έριξαν υγρό πυρ βυζαντινοί δρόμωνες. Ποιος θα κάνει την νέα Τούμπα, γιατί δεν παίρνουμε σέντερ φορ, γιατί δεν έχω σπίτι εκεί που σκάει το κύμα, ήταν τα ερωτήματα που βασάνιζαν τον τάλαινα εγκέφαλό μου. Χτυπάει εκείνη την στιγμή που φαινότανε να έχει χαθεί κάθε ελπίδα το τηλέφωνο. Πρόταση για θερινό κινηματογράφο από αγαπημένη, αλλά χαμένη για λίγο καιρό φίλη. Πάμε βράδυ θερινό; Τι θα δούμε ρώτησα, αν και όποια κι αν ήταν η απάντηση, θα πήγαινα. Για λόγους που έχουν να κάνουν με το λειτουργικό μου σύστημα, έχω συνδέσει το θερινό κινηματογράφο με τη δροσιά, τα γιασεμιά, τα’ αρώματα, την απόδραση από την πραγματικότητα.

«28 Χρόνια μετά» ήταν η απάντηση. Κι εκεί άρχισα να το ξανασκέφτομαι. Ζόμπι λέω μέσα μου, αίματα, επιδημίες κι απαλεψιά ρε. Και στον κινηματογράφο και στην καθημερινότητα τα ίδια. Θρίλερ είναι η ζωή μας ρε φίλε όπως μόνιμα κραυγάζω. Και εντάξει η μαεστρία στα πλάνα και η διαστροφική φαντασία του Danny Boyle όσον αφορά τον ρυθμό, την φωτογραφία και τα τουίστς του μοντάζ ήταν μια εγγύηση ότι δεν θα βαρεθώ, αλλά η θεματική του, μήπως είναι επικίνδυνη για αυτό το καυτό, και ανατρεπτικό καλοκαίρι. Αυτό το υπερβολικά ασορτί της εποχής, με το δυστοπικό και βαρύ ψυχικά στυλ της κινηματογραφίας του Boyle λειτουργούσε κάπως αποτρεπτικά μέσα μου. Θα προτιμούσα να δω καμιά Γαλλική κωμωδία, κανά Ισπανικό ή Πορτογαλέζικο αστυνομικό, για να ξεφύγω έστω και για κανά δίωρο από την πόρκα μιζέρια. Η δίψα όμως για θερινό επικράτησε. Είπα ναι και αφού ήπιαμε από ένα κοκτέιλ , Ζόμπι, τι άλλο πριν την έναρξη της ταινίας στο Navona το αναψυκτήριο του Μακεδονία Παλάς, είδαμε στις 22.45 την προβολή του «28 χρόνια μετά». 28 Years Later γι’ αυτούς που αρέσει οι ταινίες να διατηρούν τα ονόματα που τους έδωσε εξ αρχής η μανούλα εταιρία παραγωγής τους.

Εξεπλάγην ακόμα μια φορά από την μαεστρία του Boyle σκηνοθετικά , ο οποίος παρά το γεγονός ότι διατηρεί ένα ύφος και μια υπογραφή όπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες της τριλογίας πλέον του 28 μας κράτησε καθηλωμένους στα τραπεζάκια του “ΝΑΤΑΛΙ” όπου πήγαμε να το δούμε σε σημείο του να ξεχαστούμε και να μην φάμε τα ποπ κορν. Καμία σχέση σεναριακά με τα δύο προηγούμενα πονήματα του 28 του κυρίου Boyle για την ψυχοσύνθεση του οποίου έχω κάποια πολύ καίρια ερωτήματα. Αλλά και ποιος σχετικά ευφυής άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, και ποια ιδιοφυϊα όπως ο Boyle δεν κάνει σερφ κάθε μέρα στο ξυραφάκι που χωρίζει την παράνοια και την ψύχωση από την πρωτοτυπία στην καλλιτεχνική δημιουργία. Όπως και να έχει καταπληκτικός ο πιτσιρικάς (Aaron Taylor Johnson) που προσπαθεί σε έναν τόπο και μια εποχή που βρίθει από θάνατο, να αναζητήσει την παράταση της ζωής για την μητέρα του (Jodie Comer) με κίνδυνο φυσικά της δικής του ζωής αλλά και της απομονωμένης κοινότητας των επιζώντων. Διεκπεραιωτικός ο Ralf Fiennes σε έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο κι αυτό σημαίνει όχι ότι δεν είναι καλός ή εξαιρετικός , απλά μας έχει συνηθίσει σε άπιαστα υψηλά στάνταρ (Sindler’s List, the Constant Gardener, The Conclave κ.α.) Ο ρυθμός της ταινίας καταιγιστικός, οι εικόνες σοκαριστικές, άλλωστε αυτό το εγγυάται ο άρρωστος σκηνοθετικός ψυχισμός του Boyle ο οποίος χρησιμοποίησε όπως ισχυρίστηκε ως επί το πλείστον κινητά τύπου Iphone τελευταίας τεχνολογίας για τις λήψεις του, δεμένα ακόμα και πάνω σε κατσίκες, ναι σε κατσίκες για να δώσουν αυτήν την αίσθηση του γνήσιου τρεμάμενου πλάνου του τρόμου που καμία steady η handy cam δεν μπορεί να δώσει. Άλλωστε ο ίδιος δήλωσε με το βρετανικό του φλέγμα τα 1040 kbps και τα 60 fps των καμερών των ανωτέρω κινητών τηλεφώνων είναι υπεραρκετά για κινηματογράφο. Κατακαημένο φίλμ των 35 μιλιμέτρ και σεις cinemascope τι έμελλε να ζήστε.

Την συνιστούμε ανεπιφύλακτα λοιπόν αν την πετύχετε σε κάποιο θερινό κινηματογράφο ακόμα αν και έχει τρεις εβδομάδες που την είδα εγώ, ή αν όχι στο λαπ τοπ ή στο τάμπλετ σας στο μπαλκόνι, με ένα υπέροχο δροσιστικό και οξύ sauvignon blanc συνοδευόμενου με φρουτοσαλάτα πεπόνι, λευκόσαρκο νεκταρίνι, αχλάδι, ίσως λίγο ανανά, κανά δυο κριτσίνια και πολύ λίγο κατσικίσιο λευκό τυρί, ή γραβιέρα, έτσι για να τιμήσουμε τα γίδια που γίνανε καμεραμάν για τον Boyle και τα ζόμπι του. Αργά και γρήγορα. Η δροσιά και η οξύτητα η υψηλή του Saucignon Blanc, με τα αρώματα κίτρου, λάιμ, λεμόνι λευκών πυρηνόκαρπων, το μέτριό του σώμα και μια κατά προτίμηση χαμηλή σε αλκοόλ εκδοχή του, πάντα φρουτώδης και δεξαμενής, χωρίς καμία άλλη κατεργασία, θα απαλύνει τα πάθη της δυστοπίας της μεταποκαλυπτικής επιδημίας του Boyle, και το χαμομηλάκι του που αναδεικνύει έναν βοτανικό χαρακτήρα θα λειτουργήσει αντισηπτικά στις πληγές από τους οργισμένους δαγκανιάρηδες . Προσοχή μόνο μην τρομάξετε από κάποια cheap Shots όπως τα λέω εγώ με ξαφνικούς θορύβους κτλ. στοχευμένα να προκαλέσουν τρόμο και έκπληξη μαζί. 28 ημέρες μετά και 28 εβδομάδες μετά τα είχε αποφύγει, αλλά τα 28 χρόνια δεν τα άντεξε, και μπορεί σε κάποια φύση να σας φύγει το ποτηράκι το καλό από τα χέρια και να στάξουν τα πεπόνια στο λινό σας το πουκαμισάκι.
Για μένα προσωπικά καλύτερο ελληνικό Sauvignon Blanc που δοκίμασα φέτος, και θα πρότεινα για συναπόλαυση με την ταινιούλα του Boyle, αν και σχεδόν όλα μου άρεσαν, ήταν αυτό που πρωτογεύτηκα στην εκδήλωση του Σ.Μ.Ο.Ε φέτος στο Λιμάνι θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στο «ΚΡΥΦΗ ΛΙΜΝΗ» από το οινοποιείο Πυργάκη της σειράς «Θεογονία». Το συγκεκριμένο οινοποιείο έχει τους αμπελώνες του σε υψόμετρα από 700 με 850 μέτρα στον Ασπρόκαμπο της ορεινής Κορινθίας κάτι που δικαιολογεί και εγγυάται μάλλον καλύτερα την κοφτερή και δροσερή οξύτητα του Sauvignon Βlanc της «ΚΡΥΦΗΣ ΛΙΜΝΗΣ» , με τον απίστευτο αυτό αρωματικό της χαρακτήρα. Αλκοόλη χαμηλή σχετικά 12%, όσο πρέπει για ένα δροσερό και εξαιρετικά αρωματικά Sauvignon Blanc. Εμείς θα το απολαμβάναμε σκέτο με μια παγωμένη φρουτοσαλάτα, γίδινο τυράκι λευκό ή καμιά φετούλα μετσοβόνε και κριτσίνια , αλλά η υψηλή οξύτητα μπορεί κάλλιστα να προσφέρει γαστρονομικές συγκινήσεις και με μπαρμπουνάκια τηγανητά, ένα σαγανάκι μύδια με σως μουστάρδας, ένα ριζότο μανιταριών, ακόμη και με μια μακαρονάδα με σάλτσα καλοκαιρινών λαχανικών και πέστο αλλά όχι πικάντικη, ή αγιορείτικο μπακαλιάρο με κολοκυθάκια αυγολέμονο στο νταβά. 12 Ευρώ η φιάλη στην κάβα είναι κάτι παραπάνω από τίμιο για το συγκεκριμένο υψηλότατης για εμένα ποιότητας κρασί. Είναι bargain που λένε και οι πατριώτες του Boyle με το βρεττανικό τους όχι και τόσο εκφραστικό στυλ. Τζάμπα πράμα που λέμε κι εμείς οι ταπεινοί Βαλκάνιοι κατσικοκλέφτες, που αν μας την πέσουνε ζόμπι μπορεί να τα χώσουμε στην δουλειά για να πάρουμε άδεια.
ΥΓ προσωρινά φιλάκια με μόνο μια ταινία κι ένα κρασί, γιατί το summer mode λέει μπάνια, ψάρεμα και βόλτες σε κροκάλες, αμμούδες, βράχια κι αλμυρά φιλιά. Εντάξει τα τελευταία τα στερούμαστε αλλά πίνουμε κανένα Aσσύρτικο με ορυκτότητα και αλατότητα κι ας μην μας επιτρέπει το βαλάντιό μας να είναι Σαντορίνης. Θα επανέλθουμε δριμύτεροι όμως με καλοκαιρινές ταινίες και καλοκαιρινά κρασιά, φεγγάρια, βαρκάδες και skinny dipping για τους αδιάντροπους.
