ΚΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑΙΝΙΕΣ volume 7 : «Marty Mc Fly αγάπη μου πάρε με από δώ και κέρνα ένα Απέλια στην Σάρα Κόνορ. Ξένοιαστο όμως σαν την φαντασία.»

Πρώτες μέρες του Δεκέμβρη του 2024. Έχει αρχίσει κανονικά να έχει ψύχρα, αυτήν την πρώτη τη χειμωνιάτικη την αυθεντική. Αυτή που ένιωθε κανείς να του πηρουνιάζει το πετσί όπως έλεγαν οι παλιοί. Πέρασε και το ινδιάνικο καλοκαίρι του Νοέμβρη της περιβόητης κλιματικής αλλαγής. Μια κλιματική αλλαγή που άφησε τον φετινό Νοέμβρη να αναπολεί τον ύμνο του, αυτό των Guns n Roses, αμήχανα κι ενοχικά, όπως ο βετεράνος που παίρνει την σύνταξη για ένα ξεχασμένο ανδραγάθημα που οφειλόταν αποκλειστικά στην άγνοια κινδύνου της νιότης. Μιας νιότης και μιας αφέλειας ξεχασμένης λες και την έζησε κάποιος άλλος. Με αυτές τις άβολες σκέψεις, και το you are my heart, you are my soul να παίζει αχνά με αυτά το χριτς χρατς που κανει το ολντσκουλάδικο αναλογικό ραδιόφωνο, ψιλομελαγχόλησα. Δεν βαριέσαι σκέφτηκα «είναι δύσκολο να κρατάς αναμμένο το κερί στην κρύα βροχή του Νοέμβρη» όπως λένε τα «¨Οπλα και Τριαντάφυλλα». Πόσο μάλλον όταν είναι Δεκέμβρης, και ακόμα δεν έχει βρέξει.  Και για να δώσω μια παρηγοριά στον άρρωστο, είπα στον εαυτό μου ότι ίσως δεν ισχύει αυτό, που απαισιόδοξα λένε οι συνταξιούχοι, όταν πληρώνουν στο σούπερ Μάρκετ:  «Κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα». Ατάκα που όσο πλησιάζουμε στο 2027 θα μπορούσε να την έχει πει ο John Connor στους τελευταίους μαχητές κατά των υβριδικών κυβερνομηχανών της Τεχνητής Νοημοσύνης της Scy Net. Αλλά όπα ρε φίλε, είναι Τετάρτη αρχές Δεκέμβρη 2024. Χθες δεν ήπιες. Δεν κάπνισες. Τι cross over Episode είναι αυτό; Τι είναι αυτό ρε: που λέει και ο Αντελίνο Βειρίνια. Δεν γνωρίζω δεν απαντώ. Λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν. Καλά θα ήταν να μπορούσαμε να τον αποδώσουμε κάποτε, αλλά μας κυνηγάνε όσοι μιλάνε Ελληνικά , Αλβανικά , Τούρκικα και Κλίγκον. Μόνο οι πόντιοι και οι Ρόμιουλανς δεν μας την έχουν πέσει ακόμα. Και εκεί είναι, που στα σκάει η καθημερινότητα. Άσχημα. Στα τελευταία -αντα , ελεύθερος ημιαπασχολούμενος ψηφιακά σχεδόν αναλφάβητος επαγγελματίας. Απολειφάδι του αναλογικού παρελθόντος του κράτους πρόνοιας στα χρόνια της ψηφιακής διακυβέρνησης και του άκρατου φιλελευθερισμού. Πώς να μην φεύγει το μυαλό από την δυστοπική πραγματικότητα, πώς να μην γυρνάει στα ξένοιαστα, κιτς, περίεργα όπως θες πες τα 80ς. Όπως είπε και ο Στήβεν Κινγκ στην νουβέλα του που έγινε ταινία με τον τίτλο “Stand By Me” από το ομώνυμο τραγούδι , κανείς δεν ξεχνάει τους φίλους που είχε όταν ήταν δέκα χρονών. Και εγώ δεν ξέχασα ποτέ τον Κουτσοκλένη, τον Τόλη τον Μαυρίδη, τον Δημήτρη το Στοϊμένη, τον Βασιλάκη τον Αϊβάζογλου, τον Κωστάκη τον Απατσίδη και πολλούς άλλους που θα μπορούσαμε να πρωταγωνιστούμε στο πρώτο μέρος του Κάποτε στην Αμερική του Sergio Leone.

Μ’ αυτά και μ΄αυτά  πάλι δραπέτευσε το μυαλό μου σαν τον Steve McQueen από την καθημερινότητα του γκρίζου Δεκέμβρη του 2024, και κανείς σώφρων δεν μπορεί να το κατηγορήσει. Όλα σήμερα  φαντάζουν τόσο τυποποιημένα, τόσο φριχτά αντιαισθητικά. Ψεύτικα, χάρτινα ούτε καν πλαστικά σαν τα τάπερ που έκαναν επιδείξεις κατ’ οίκον οι μεσόκοπες κυρίες της δεκαετίας του 80 με το μαλλί που θύμιζε καλολιπασμένο αμερικάνικο λάχανο.  Ευτυχώς λίγο πριν χτυπήσει το κινητό για κάτι πραγματικά ασήμαντο στο συμπαντικό χρονοσυνεχές αλλά σημαντικό για εμάς τους πληβείους θύματα των απανταχού life coaches και καλλίγραμμων influencers,  το γυρνάει o ραδιοφωνικός παραγωγός  ή πιο ορθά ο media player του ρετρό ρομαντικού ραδιοφωνικού σταθμού που παίζει oldies but goodies σε κάτι πιο ρυθμικό.  Βέβαια τα goody s  γίνανε πια burger  house και οι ψησταριές μπαρμπεκιου και στέηκ χαουζ με κοπές από αμερικάνικα και γιαπωνέζικα γκρας φεντ βόδια.   Και εκεί που αναρωτιέμαι για την διάφορα του wagyu, του μπλακ άνγκους, και την παλιάς σχολής σπαλομπριζόλας από το γαλακτομούσχαρο το σβιτς, παίζει όλως αναπάντεχα το “Johny be Good” με αυτά τα έντονα riff του πραγματικού rock end Roll  που φέρνουν ακόμα και στους πιο hard core σκληρούς καριόληδες, δάκρυα στα μάτια. Βέβαια, Ακόμη περισσότερα δάκρυα συγκίνησης μπορεί να σου φέρει μια σπαλομπριζόλα από το γαλακτομούσχαρο το σβιτς που η μαμά του έβοσκε ελεύθερη τελευταία από τους Μοϊκανούς στο οροπέδιο που εκτείνεται ανάμεσα στα Κρύα Νερά, στο Σοχό και στη Σεβάστεια.

Και  αυτή την στιγμή την δακρύβρεχτη,  ξεκινάει το πραγματικό δράμα, που έλεγε και μια παλιά μου φίλη. Φαντασία μου πλανεύτρα είσαι η πιο μεγάλη ψεύτρα  τραγουδούσε ορθότατα ο Πασχάλης Τερζής. Μη μπορώντας να αντέξω σωματικά και ψυχολογικά άλλο, πέφτουν οι ασφάλειες και οι αυτοματισμοί, και χωρίς να ξέρω αν είμαι εγώ ή ένας μικρός μπουλούκος πιτσιρικάς της Πέμπτης Δημοτικού το 1987, πανηγυρίζω έξαλλα το Ευρωμπάσκετ του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φάνη Χριστοδούλου που είχαν ως αντίπαλο δέος τους τότε villains για εμάς και τον Φίλιππο Συρίγο και τον Βασίλη Σκουντή,  Ντράζεν Πέτροβιτς και  Τσατσένκο.  Του δευτέρου φυσικά έμελλε να μην  μάθουμε ποτέ το πραγματικό του όνομα. Η Ντελόριαν πια ηλεκτρονική, ετεροπροσδιοριζόμενη και τηλεκατευθυνόμενη από τον Doctor Emet Brown πιάνει 88 μίλια την ώρα. Άνετα.

Aνοίγω στο τσαφ ένα Apelia ‘’ξένοιαστο σαν την φαντασία” και το ρίχνω μες τον flux Capacitor βιαστικά. Ο Flux Capacitor πλέον αρνείται να δουλέψει με πλουτώνιο, ουράνιο, βενζίνα, αέριο και ανακυκλωμένα κουτάκια αναψυκτικών. Δουλεύει αποκλειστικά με κρασί. Και ορισμένες φορές καλύτερα από τις άλλες χωρίς να μπορεί να διευκρινίσει τις αιτίες ούτε ο Elon Mask που τον άφησα να ρίξει μια ματιά κάτω από το καπό. Και όπως είναι παλιό το εργαλείο και μοιάζει με κωλοφτιαγμένο Τοyota Celica με αεροτομές, νιτρωμένο με το Apelia και την φανταστική του ξεγνοιασιά, (καθώς εγώ το θυμάμαι μόνο από την χαραγμένη στην παιδική μου φαντασία, ξεγνοιασιά και μελωδία της τότε διαφήμισής του (και όχι για τ’ αρώματα, τα πρωτογενή, και τα δευτερογενή, το σώμα, την επίγευση, τα φρούτα και τα βαρέλια), ξεπετιόμαστε μέσα από μια κινηματογραφική οθόνη και σκάνουμε μύτη με τα nike air μας, το σκέητ μπορντ και το καπελάκι ανάποδα, έξω από το ουφάδικο του θείου μου του Θανάση το 1985. Το διαβόητο Sunny Drop, την φουτουριστική ηλιαχτίδα των αναψυκτηρίων της δεκαετίας του 80.

Επιστροφή στο μέλλον λοιπόν , back to the future και ως άλλος Marty Mc Fly θα προσπαθήσω να διορθώσω τα κακώς κείμενα που οδήγησαν αλυσιδωτά στο δυστοπικό και δυσοίωνο 2024. Ξέγνοιαστος λοιπόν σαν την φαντασία που μόνο το Apelia μπορούσε να εμπνεύσει ακούω τον εκκωφαντικό ήχο των arcade games τις εποχής και χαλάω ένα ξεχασμένο κατοστάρικο σε δέκα δεκάρικα να παίξω κανά Pac Man, Arcanoid, φλίπερ Μουχάμαντ Άλι, Ghouls And Dungeons , phoenix και cabal. Oι θαμώνες οι πιο πολύ πιτσιρικάδες και μαγκάκια, έφηβοι και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας των είκοσι με κοιτούν περίεργα. Που έμαθε να παίζει έτσι ο φλώρος, ο θείος, ο Μπάρμπα Μπεν; Το shinobi και το buble Buble βγήκαν κανά δυό τρία χρόνια αργότερα. Δεν μπορώ να τα προσδιορίσω γιατί έχει χαλάσει και το αστροχρονόμετρο της Ντελόριαν και ο Ντόκ Εμετ Μπράουν δεν ήρθε στο ταξίδι γιατί περνούσε από τα αμερικάνικα ΚΕΠΑ για αναπηρική σύνταξη στη δυστοπία του 2024,   μήπως και προλάβει και σταματήσει τον T800 τον τερμινέιτορ , τον εξολοθρευτή, από το να τα χαλάσει όλα.

Βλέπω τον εαυτό μου μπούλη, παχύ, με μάγουλο βερίκοκο και εγκληματική χωρίστρα,  να κάνει φραπέ γλυκό με γάλα για τον Άκη έναν πολύ πιο αυθεντικό  αλάνι της εποχής από τον Σταμάτη Γαρδέλη και τα με «θυμάσαι ρε πούστη», που σήμερα είναι καλτ και καλά, και τότε πετούσαμε στραγάλια στην οθόνη όταν παιζότανε στον κινηματογράφο «Χριστίνα». Ο Τάσος δίπλα κοντός αδύνατος και καμπουριαστός με μαλλί που θυμίζει Μοϊκάνα, αλλά δεν είναι,  παίζει ποδοσφαιράκι με το δάσκαλο (κανονικό δάσκαλο) και ως συνήθως κερδίζει και πανηγυρίζει δείχνοντας στην άρχουσα τάξη (το δάσκαλο τα γεννητικά του όργανα). Τρελό το γέλιο. Ο Μάκης δίπλα του, που στην δυστοπία του σήμερα, αν υπάρχει σήμερα, που έλεγε και η Μαρινέλα, έχει γίνει ιερέας, παίζει βελάκια με ξεχωριστή μαστοριά, ούτε κρίκετ, ούτε άλλες ξενόφερτες ξενερωσιές. Ποιος θα καρφώσει κέντρο δικέ μου, και ΠΑΟΚ Ολέ ολέ όταν το κάνει.

Και ΠΑΟΚ γιατί ο θείος μου ο Σάκης ήταν ΠΑΟΚ πάνω από όλα,   και παίζει κρίσιμο αγώνα στην Δράμα. Και μην ξεχνάμε ο Atari της Ντελόριαν μας υπενθυμίζει: 1985, η χρονιά που πήραμε το δεύτερο πρωτάθλημα με Bάλτερ Σκότσικ στο πάγκο, Χρήστο Δημόπουλο φορ (τον Φονιά) , Σύγγα, Βασιλάκο, Μαυρομάτη, Αλαβάντα , Γιούρισιτς, Πάπριτσα κτλ. Πράγματα που για να θυμηθεί κανείς με ακρίβεια πρέπει να δει το εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Νίκου Τριανταφυλλίδη «90 Χρόνια ΠΑΟΚ». Μπαίνει λοιπόν τότε μες το «Σάννυ” μια παρέα νεαρών καλογυμνασμένων παιδιών με ξανθιές χαίτες, σκισμένα τζιν στα γόνατα, με αθλητικά ελληνικής προέλευσης, Zήτα και Strike και δεν συμμαζεύεται.  Που λεφτά για nike και Adidas τότε. Αυτά τα φορούσαν μόνο οι Αμερικάνοι στρατιώτες της «Μοίρας Πυραύλων» που τα σπάνανε χορεύοντας καρεκλιές και jam on it, στην disco «Ηχοκίνηση» που βρισκότανε ακριβώς απέναντι και στεγαζότανε εκεί που παλιά λειτουργούσε κάποιος ξεχασμένος στην λήθη κινηματογράφος. Ο Έλληνας έφηβος φοράει strike και καρφώνει. «Φορτώθηκαν» τα παιδιά και ‘’γέμισαν’  από άπλετη ρετσίνα χύμα, αλλά ποιοτική, Μπύρα henninger και σουτζουκάκι επώνυμο, από τον Κότσο τον Φαρούκ. Τη δε  συνταγή του,  και την ποιότητα ο αγαπητός Κώστας την πήρε μαζί του, χαμένη στα βάθη της Ανατολής και της προσφυγικής του καταγωγής.  Και πλέον μόνο ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού θα μπορούσαν να ανακαλύψουν και αυτό αν το επιθυμούσε  ο Κώστας. Πολλοί λένε ότι την ξέρουν, κανένας ακριβώς. Ο Κώστας ο Φαρούκ που είχε κερδίσει το προσωνύμιο από τον τότε πάμπλουτο Βασιλέα της Αιγύπτου λόγω του ευμεγέθους του μύστακος,  πάντα κρατούσε κάτι μυστικό. Όπως τον προμηθευτή της ρετσίνας του (που μου την θυμίζει μια που σήμερα παρασκευάζεται στην Κάρυστο) και το πώς έκανε την καταπληκτική του σπιτική μουστάρδα.

 

Αλλά αυτά ανήκουν σε ένα ακόμη πιο μακρινό, παράλληλο σύμπαν και δεν φτάνει η ξέγνοιαστη φαντασία του apelia για να καλύψουμε την απόσταση στο χωροχρόνο. Οι ξανθοί χαιτάδες φίλοι μας λοιπόν, είναι ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές του Άρη Καβαλαρίου. Ο θειός μου ο Θανασάρας είναι εκεί προπονητής,  με όλα όσα σημαίνει αυτό για την ιδιαίτερη του περσόνα. Ανάμεσα στον θόρυβο του pac man και του Φοίνιξ, του Βοσκόπουλου που τραγουδάει στη διαπασών το οι «Αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε και μου θυμίζουνε τα περασμένα, ακούγονται κάτι σαν ιαχές των Απάτσι στο Μονοπάτι του Πολέμου. Οι χαιτάδες φίλοι μας, αθλητές με όλη την σημασία της λέξεως του Άρη Καβαλαρίου μεθυσμένοι από την νίκη αλλά και την χύμα ρετσίνα του Κότσου του Φαρούκ, τραγουδούν ρυθμικά: «ΆΡΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑΑΑ!!!». Ο Θείος μου ο Σάκης δακρύζει σαν μωρό παιδί (στα 30 του το 1985) όταν οι Καβαλαριανοί καβαλάρηδες των town mates των πενήντα κυβικών της Yamaha προσπαθούν να σηκώσουν τα 120 γεμάτα κιλά του στον αέρα. «Προσοχή ρε μαλάκες!» Φωνάζει με αυστηρό και χιουμοριστικό τόνο, που ούτε ο Στέφανος Χίος σήμερα δεν θα μπορούσε να μιμηθεί. « Έχουμε δυο αγώνες ακόμα για να αφήσουμε πίσω μας  την Β΄ ΕΠΣΜ  . Και σήμερα παίζει ο ΠΑΟΚ.»

Αλλάζει ξαφνικά η μουσική, και παίζει Στράτος Διονυσίου. «’Αηντε κάντε όλοι στην μπάντα να βγει να χορέψει ο Σαλονικιός» Σε λίγο ξεκινάει το λεωφορείο για Δράμα. Ράκης, Μπέλης (αν και ο Μπέλης ήταν «γριά» πάντα ακολουθούσε, ειδικά στα μπουζούκια), Χάτζι πριν γίνει ταχυδρόμος, Παλέντζας έφηβος, Γιαλαμάς Μπυραρία οριτζιναλ, κλπ πενήντα στον αριθμό, σαν τους Αργοναύτες, επιβιβάζονται στο «πούλμαντο» που έλεγε και ο Μάκης ο Μανάβης.  Βλέπω τον Μπόμπο, όπως με αποκαλούσε τότε στα 7 μου ο φίλος μου ο Τάσος να κλαίει και να οδύρεται μην μείνει πίσω. Με κλάματα και παρακάλια  και παρέμβαση του θείου μου και του παππού μου του Φάνη, που έτρεξε ξοπίσω μου, καθώς πήγα να δραπετεύσω κλαίγοντας, με παίρνουνε μαζί. Μαζί με την μάνα μου και τον πατέρα μου. Φτάνουμε Δράμα καμιά κατοσταριά λεωφορεία και δεν ξέρω πόσοι με αμάξια, και  πόσοι με τα πόδια. Το πρώτο wine cocktail του λαού, το Τούμπα Λίμπρε ρέει άφθονο εκτός έδρας στη Δράμα (μετέπειτα το οινικό Μάρλμπορο της Ελλάδος με το μπλεντ του ασύρτικου με το σωβινιόν μπλαν) ήδη από τα πρώτα λεπτά. Μαλαματίνα/κόκα η συνταγή για την απελευθέρωση της Τούμπας, τσίκνα από σουβλάκι, σουτζουκάκι, πανσέτα μαξιλάρακι-σάμαλι έχω,  και τα μυαλά στα κάγκελα. ΠΑΟΚ ΠΑΣΟΚ ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ φωνάζει ο μόνιμα αδικημένος από το 1975 λαός. Η πόλη υπό κατάληψη, κάποιοι περίεργοι πιτσιρικάδες , μέσα στο κιτς και την κακώς εννοούμενη μαγκιά των 80ς, πατημένοι στις Μαλαματίνες γράφουν με σπρέυ στους τοίχους «gate 4» και πάνε για πλιάτσικο σε ένα περίπτερο. Η  Αστυνομία επεμβαίνει. Ο θείος μου αρχίζει να μπινελικώνει τους πιτσιρικάδες για να μην τους πάρουν μέσα. Από δω από εκεί το καταφέρνει. Οι διπλωματικές του ικανότητες ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές του τότε πρόξενου των ΗΠΑ στο Ιράν. Παραγγέλνει ένα διπλό λουκάνικο από την καντίνα και μια σπράιτ. Δεν έπινε ποτέ γιατί είχε μόνιμα μια σακούλα χάπια στην τσέπη. Μεθούσε διαφορετικά αυτός, με γήπεδα, μπουζούκια, ορμηχτά και ντου στις κακές διαιτησίες, και καλό φαί και ωραίες γυναίκες. Του άρεσαν τα ωραία. Κερνούσε λοιπόν συχνά πυκνά ολόκληρη την παρέα, ειδικά αν είχε και καμιά καλλίγραμμη, ένα lac de Roche Boutari στου Ρογκότη στη Θεσσαλονίκη που φημίζονταν για τα σουτζουκάκια του, και την “ρωσσική» του, που έδενε εξαιρετικά λιπαρή και νόστιμη με τα μπαχάρια και το κύμινο από τα σουτζουκάκια και την οξύτητα του lac de roche που έχω να δοκιμάσω από τότε. Μου δίνανε καμιά φορά καμιά γουλιά να δοκιμάσω καθότι πιτσιρικάς, πολύ πιτσιρικάς. Καμιά φορά στη ζούλα και καμιά τζουρίτσα στα κλεφτά από τα Rothmans του θείου μου, που μου φέρνανε βήχα και δάκρυ, αλλά το όχι δεν ήξερα τι σημαίνει.

Βάζουμε λοιπόν στον flux capacitor ένα ποτήρι lac de Roche Boutari για να ξαναπάρει μπρος η Delorian. H αποστολή μας έχει εκτελεστεί. Από τον φόβο για τα επεισόδια στο γήπεδο μας διώχνουν τα γυναικόπαιδα. Εμένα δηλαδή, την μητέρα μου και μια άλλη κυρία παντρεμένη και αυτή με Παοκτσή των 80ς, (δεν ήξεραν που έμπλεκαν) και αφού πίνουνε αυτές από ένα ξεγυρισμένο αυθεντικό φραπέ (εθνικό ρόφημα της εποχής) και εγώ μια χάρτινη πορτοκαλάδα Φλώρινα στο πιο γνωστό καφέ της Δράμας τότε κοντά στο νερό, πάμε σινεμά για να περάσει η ώρα. Πάρε μια «Φλώρινα» λοιπόν να τρέξει χυμός και στο σινεμά με πασατέμπο μαύρο λιόσπορο βλέπουμε απογευματινή παράσταση: Nονά εναντίον Μαφιόζου» με Σωτήρη Μουστάκα στο ρόλο του Ντετέκτιβ-Μέντιουμ και ταυτόχρονα και της ίδιας του της γιαγιάς, του Οδυσσέα Δοξαπατρή να ξετυλίγει το μυστήριο του σερί των νικηφόρων μπιλιών που έριχνε η Μαρία Μπονέλου και   ο Νίκος Παπαναστασίου  στο ρόλο του εραστή μπον βιβέρ, στο καζίνο της Πάρνιθας.  Το 1984 ο Νίκος Παπαναστασίου είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Λαλάκης ο εισαγόμενος» και παλιότερα σε σωρεία διαφημίσεων που «επέμενε ελληνικά» στα πλαίσια καταπολέμησης της ξενομανίας και των αδασμολόγητων πια προϊόντων των χωρών της τότε ΕΟΚ. Επανερχόμαστε στα σημαντικά. Ο ΠΑΟΚ ισοφαρίζει 2-2 στο 87΄ με τον «φονιά» Χρήστο Δημόπουλο και η ισοπαλία κρατάει το όνειρο ζωντανό.  Μετά από λίγα παιχνίδια θα κατακτήσει το δεύτερο του πρωτάθλημα.

Έχοντας κλέψει ένα σάμαλι, ένα σάντουιτς με λουκάνικο και μουστάρδα από την Καντίνα, και μια Demesticha από ένα παντοπωλείο στη Δράμα, που έγραφε απέξω με αυτοκόλλητο καφές Κυφωνίδη, από το 1985, ρίχνω και την demesticha της Κάβας Καμπά στον flux capacitor και πάω στο 1984 να προλάβω τον Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ που οι Αμερικάνοι τον λένε Σουορτζενέγκερ, πριν κάνει καμιά βλακεία και ως εξολοθρευτής  και φάει τον παιδικό μου έρωτα, την Σάρα Κόνορ πριν αυτή σώσει το μέλλον. Σάρα Κόνορ λοιπόν αγάπη μου ανατίναξε τον τενεκέ και αγάπα με ως άλλο Kyle Reese και ως γλυτώσεις μόνο εσύ και το παιδί μας. Πάμε λίγο πιο ποιοτικά εδώ γιατί το διακύβευμα της σωτηρίας του μέλλοντος είναι μεγάλο, και ανοίγουμε ένα Κατώγι Αβέρωφ, ερυθρό ξηρό, από τα πρώτα κλήματα των καλύτερων διεθνών ποικιλιών, καμπερνέ σοβινιόν , μερλό , καμπερνέ φρανκ κτλ και συνοδεύουμε με τας κεμπάμπ, με μπόλικα σπυριά μαυροπίπερο, και δάφνη, καψαλισμένο αφού  αλευρωθεί μαζί με μπόλικο ψιλοκομμένο λευκό κρεμμύδι, να ξανθύνει όπως οι χαιτάδες παίχτες του Άρη Καβαλαρίου, και σβησμένο στο ίδιο φανταστικό, κόκκινο, αρχοντικό κρασί που οραματίστηκε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Μετά το αφήνουμε να κάνει ένα καυτό μπάνιο σε τοματοπελτέ, και τοματάκι κονκασέ  της ακμάζουσας τότε Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λαγκαδά μέχρι να πήξει η σάλτσα και να μελώσει.  Κόβουμε μια βούκα ψωμί που έλεγε η γιαγιά μου η Νίτσα, βουτάμε στην σάλτσα που ενώνει τα σύμπαντα και  βυθιζόμαστε στο πιο θλιμμένο και σαγηνευτικό βλέμμα από καταβολής κόσμου. Αυτό της Linda Ηamilton, που αθλητικότατη με το μωβ της το αντιανεμικό μπουφανάκι, το ψηλοκάβαλο ξεβαμμένο τζιν, και τη μπουκωμένη από όγκο καστανόξανθη κόμη της, σήμα κατατεθέν του σέξυνες στα 80ς, το σωμόν της Τshirt και το nike air παπουτσάκι της, βάζει φωτιά στα όνειρά μας, και ρίχνει κεραυνό στο γάντζο της Delorian.

Κι αφού πάθαμε τρίτου βαθμού εγκαύματα από το βλέμμα της Linda που καθήλωσε αργότερα, ακόμα και τον Βίνσεντ το λιονταρόμορφο μεν , ντροπαλό δε,  ιππότη της δικαιοσύνης στην περίφημη σειρά του “Beauty and the Beast” ως εισαγγελέας Katherine Chandler, ακούμε σχετικά δυνατά,  γιατί οι γείτονες δεν χρονοταξιδεύουν, το “Burning in the Third Degree” σάουντρακ του τερμινέιτορ  του πρώτου του 1984 από τους Tahnee Cain and the Trianglz. Και υπό την σαγήνη αυτού του βαθυγάλανου μελαγχολικού βλέμματος της Linda, που μόνο το καστανό μελαγχολικό βλέμμα μια κοπελιάς που αντίκρυσα μια φορά μονάχα, και δεν μπορώ να αποκαλύψω το όνομα της, γιατί απέστρεψα τα μάτια μου μην με κάψει το σούπερ νόβα των αμφιβληστροειδών της, ξεπερνάει, χρονοχωροταξιδεύουμε στην κυριολεξία σε άλλον γαλαξία. Ως άλλο παραμορφωμένο τέρας λοιπόν, χωρίς καθόλου τόλμη και ακόμη λιγότερη γοητεία, έσωσα την  παρτίδα κρατώντας έστω την ανάμνηση της Σάρα Κόνορ ζωντανή.  Με το βλέμμα της το θλιμμένο, χαραγμένο στην ψυχή μου, έριξα στον flux capacitor ένα ποτήρι από το καλύτερο αφρώδες κρασί της εποχής. Cair λοιπόν από το νησί των Ιπποτών, την Ρόδο, και το συνόδεψα με το τέλεια σιροπιασμένο σιμιγδαλένιο με την αμυγδαλόψιχα επικεφαλής, πολίτικο σάμαλι που είχα πάρει από την καντίνα του γηπέδου.

Και με την μυρωδιά του πορτοκαλιού από το σάμαλι, την γλύκα του σιροπιού, συνδυασμένη με τα αρώματα ζύμης, εσπεριδοειδών και λίγων πυρηνόκαρπων και την τραγανή οξύτητα της Cair, σκάμε μύτη με τη delorian στο καζίνο της Ρόδου. Με την περιφερειακή μου όραση διακρίνω ένα ψηλόλιγνο νεαρό τον Μιχάλη που δούλευε ως μπάρμαν στο sunny, την εποχή της μεγάλης του ακμής, και τον θείο μου τον Θανάση, ογκώδη, πληθωρικό και αεικίνητο, με πουκάμισο διπλό xl από την βιοτεχνία υποκαμίσων styl στην Κομνηνών, να  ρητορεύει με τα σπαστά ποδοσφαιροτουριστικά του αγγλικά σε κάτι Αμερικάνους τουρίστες που νόμιζαν ότι πέτυχαν την μετεμψύχωση του Πλάτωνα. Την επόμενη μέρα στα Σπορ του Βορρά δημοσιεύεται από φίλο του, που κάλυπταν από κοινού το ρεπορτάζ των κοσμικών της νύχτας της τότε Θεσσαλονίκης:  «ο «Θανασάρας και ο φίλος του Μιχάλης τινάξανε την μπάνκα στο καζίνο της Ρόδου» Θόρυβος και κακό, στην μικρή μας ανέξοδη πατρίδα. Πάρ’ τους τηλέφωνο Αποστόλη έλεγε στον πατέρα μου, ο πατέρας του Μιχάλη σοβαρός και επιφανής ιατρός, μην φάνε τα λεφτά. Να κρατήσουν κάτι. Ο πατέρας μου ήρεμος, είχε διαγνώσει την τρολιά της διασποράς ψευδών ειδήσεων στην οποία αρέσκονταν ο θείος μου ο Σάκης, έτσι για να διασκεδάζει την υποκρισία του μικροαστικοχωριάτικου περιβάλλοντός μας.  Αδιάφορο λοιπόν, αλλά η μπάνκα που είχε τιναχθεί στην Ρόδο ήταν μια κούτα από CAIR που κέρδισαν στην κλήρωση που είχε λάβει χώρα στον χορό του «Διαγόρα Ρόδου» στο οποίο έπαιζε τερματοφύλακας ο Δοξάκης, που είχε γίνει κολλητός τους από τη θητεία του στο στρατόπεδο Μπαρέτη, και τις εξόδους που έπαιρνε για το χωριό μας, που είχε δύο ντίσκο, ένα αναψυκτήριο, μια καφετερία κυριλέ και μια για τα ατίθασα νιάτα τους μηχανόβιους που σύχναζαν στην Blue White. Eδώ λοιπόν πεταγόμαστε με την ντελόριαν μέσα από την κινηματογραφική οθόνη του κινηματογράφου ‘Χριστίνα’, και μαλώνουμε με τον Σταμάτη Γαρδέλη και τον Πάνο Μιχαλόπουλο στα «Τσακάλια» του Δαλιανίδη. Συνεχίζουμε τους τσαμπουκάδες με αμάνικο κομμένο Τshirt του αμερικάνικου νότου με τους «Χούλιγκανς» του Καραγιάννη και τον Πετρόχειλο που μας θυμίζει ότι  «η αλήθεια βρίσκεται στους σεξ πίστολς. Πατάμε στο άτσαλο μια μαυροδάφνη Πατρών γλυκιά και δυνατή ξεροσφύρι γιατί δεν έχουμε λεφτά για Καμπάρι, με ένα πιτόγυρο το πολύ πολύ, από την Μπυραρία Ορίτζιναλ και κόντρες με τις πιστιάρες και τα ξερά πριν καταλήξουμε στις «Φυλακές Ανηλίκων» με τον Θέμη Μάνεση.

Τα μπέρδεψα όμως τα πράγματα στον flux capacitor και η Ντελόριαν κάνει κόγξες. Από την μια πιάνει ιλιγγιώδεις ταχύτητες και με πάει στο 1981 και στην εκλογή του ΠΑΣΟΚ και από την άλλη στο βρώμικο 1989 και στο Ειδικό Δικαστήριο. Ξεπλένω με εμφιαλωμένο Perrier, ξερογκαζώνω να ανοίξουν τα καρμπυρατέρ και  παίρνω ένα ρεβανί Κοχλιούρου από την Βέροια, έτσι γιατί μπορώ και γιατί οδηγάω DMC και όχι όπελ καντέτ και μουλινέδες. Συνοδεύω με vin  de liquer του ΕΟΣ Σάμου, έναν από τους πιο γνωστούς ενισχυμένους γλυκείς οίνους στην Ευρώπη, που ανταγωνίζεται επί δεκαετίες επάξια τα πόρτ και τα μαδέρα. Αυτό το κλέβω από το σκρίνιο του πατέρα μου που του το είχε φέρει δώρο ένας επιφανής μεγαλοζωέμπορος από τη Σάμο, αλλά  ο πατέρας μου δεν το άνοιξε ποτέ , γιατί δεν ήταν μπρούσκο. Σκάνουμε λοιπόν μύτη στο 1981. Έχει εκλεγεί το ΠΑΣΟΚ. Ο Παππούς μου ο Φάνης συντηρητικός πάντα, έχει τρομάξει και φοβάται μην δεχθούμε πυρά ως δεξιοί. Τίποτα. Ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος που ανατέλλει και κλείσιμο την τηλεόραση όταν βγαίνει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Στα σινεμά παίζει Ιντιάνα Τζόουνς, «οι κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού. Ανοίγουμε έναν Αγιορείτικο Τσάνταλη Λευκό της εποχής. Οι μοντέρνες αντιλήψεις  σηκώνουν και μοντέρνα κρασιά. Και ο λευκός Αγιορείτικος του Τσάνταλη πρωτοπορεί. Είναι το πιο σύγχρονο ελληνικό λευκό κρασί της εποχής από ελληνικές ποικιλίες ασύρτικο, ροδίτη και αθήρι και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους λιγοστούς αλλά πραγματικούς οινόφιλους της εποχής. Ο έντονος αρωματικός του χαρακτήρας και η λεπτεπίλεπτη ελαφρά του οξύτητα μας μαγεύουν και μας οδηγούν στην Τάνιδα, πολεμάμε τους Ναζί, τους Πασόκους της Κλαδικής , τους Νεοδημοκράτες της συντήρησης , το ΚΚΕ του κακώς εννοούμενου συνδικαλισμού, βρίσκουμε την χαμένη κιβωτό και την κρύβουμε καλά μην την βρουν οι Εξολοθρευτές cyborg της cybernetics new order και μας πάει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπων μια ώρα αρχύτερα το περιβόητο Artificial Intelgence της φυσικής ανθρώπινης βλακείας.

Μέχρι το 1989, και ακούγοντας το “παραθύρι” του τεράστιου Βασίλη Καρρά, ανάβουμε τα κεριά στα στρόγγυλα φλασκιά του Αγιορείτικου του Τσάνταλη της Εποχής, ερυθρού και λευκού, στο στυλ Βocksbeutel της Φρανκονίας ή του Πορτογαλικού Mateus που τα κάναμε κηροπήγια, για να κάνουμε ατμόσφαιρα. Ανοίγουμε έναν ερυθρό αγιορείτικο Τσάνταλη , θρύλο της εποχής από Καμπερνέ και Λημνιό. Καλούμε την καλή μας και για να διώξουμε την θλίψη από το βλέμμα της, της μαγειρεύουμε σουτζουκάκια σμυρνέικα, αλοιφή πάπρικα από τις μοναδικές συνταγές του Κυρ Αντώνη «το Αηδονάκι» (όπως τον ξέραμε οι εκλεκτοί του φίλοι), σαλατούλα σπανάκι, ρόκα κεφαλογραβιέρα,  και για το τέλος κυδώνι ψητό με φρεσκοχτυπημένη ζωική σαντιγύ όπως ακριβώς το καραμέλωναν στο ανωτέρω αναφερόμενο ιστορικό εστιατόριο. Στα καπάκια προσφέρουμε κι ένα σφηνάκι Vinsanto για να διώξουμε τα φαντάσματα  από της σχέση μας, με τους ghostbusters και ποιον να καλέσεις τέτοιαν ώρα άλλωστε. Και αφού η καλή μας θα εξακολουθήσει να βγαίνει σ’ αυτό παραθύρι, να ανταμώνει τον ήλιο και να λάμπουνε μαζί, μεγάλη Vasipap, κερδίσαμε την μάχη με το χρόνο, την Skynet, τους εξολοθρευτές και το 2024 λίγο πριν τα Χριστούγεννα δεν μοιάζει πια και τόσο δυσοίωνο, ούτε τόσο γκρίζο. Πήρε μια απόχρωση από το φούξια μπλουζάκι της Σάρα Κόνορ, και της φανκιάς του Μάρτυ ΜακΦλάυ του ορίτζιναλ με το nike air του το μπασκετικό.

ΥΓ Την δεκαετία του 80 την αγαπάω παραπάνω, γιατί ήμουνα παιδί μέσα σ’ εφήβους. Έζησα εκ των έσω τις καψούρες, τις αγωνίες , την αφραγκία , τα μπινελίκια, την αντίδραση. Άκουσα και ακούω την καλύτερη μουσική όλων των εποχών. Είδα αυθεντικές ιδέες να γίνονται franchise και να ξεζουμίζονται ακόμα και σήμερα με σήκουελ αρπαχτές. Είδα εκ των υστέρων το “blade runner”, τον Σημαδεμένο με το μικρό του φίλο, την Αυτοκρατορία να αντεπιτίθεται. Χόρεψα με το dirty Dancing και τον Τελευταίο χορό της Αννούλας της Βίσση στον αποκριάτικο χορό της έκτης Δημοτικού, και είδα σερί τις τρίτες Λυκείου της εποχής να βγαίνουν ομαδική φωτογραφία πριν την πενταήμερη στο Sunny Drop. Tην ηλιαχτίδα, ηλιοσταλιά , όπως θέλετε μεταφράστε το, του δεύτερου πατέρα μου, του θείου μου του Σάκη. Σας φιλώ και ορκίζομαι να ξαναγυρίσω. Πίσω στο μέλλον λοιπόν των 80ς. Σάρα Κόνορ μου, διάβασέ το, μήπως και χαμογελάσουν τα μάτια σου τα μελαγχολικά. Εγώ στο τέλος το κατάφερα. Υπομειδιώ.

ΥΓ 2 Ξέχασα τεράστια Άντζελα και το «Ποια θυσία». Το βάζω στη διαπασών και πάω τη Ντελόριαν συνεργείο γιατί έκαψε φλάντζα ο flux capacitor.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *