Το κρασί δηλαδή ως ελιξίριο αθανασίας, σε ένα κόσμο όπου τα λουλούδια είναι σπασμένα,οι νεκροί δεν πεθαίνουν, και μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί. (Αλλιώς Jim Jarmusch, κρασί και τσιγάρα, απέθαντοι εραστές και προβλήματα με το νόμο)
Ήδη από το πρώτο άρθρο της στήλης “Κρασιά και ταινίες” με τίτλο “Η ερωτική απογοήτευση σε μια οινική αυτοκρατορία που αντεπιτίθεται” εκφράσαμε μια φυσική απέχθεια που έχουμε ως στήλη για τις ταινίες με τα ζόμπι και τις σπλατεριές. Τα πλακώστε τους, σουβλίστε τους και τα τοιαύτα που έλεγε και ο Χάρυ Κλύν. Απέχθεια φυσική που σχεδόν φτάνει το μέγεθος της απέχθειας, που έχουμε για το χύμα κρασί του θείου του Θανάση από το χωριό, που δεν ρίχνει λιπάσματα και φάρμακα στο αμπέλι του παππού, που ξεχάσαμε να δηλώσουμε στο κτηματολόγιο.
Παρ’ όλα αυτά και κατόπιν εντόνων πιέσεων, ασφυκτικών και ίσως και αθέμιτων, καταλήξαμε σε μία εξαιρετική πρόταση. Προσδεθείτε λοιπόν κι ανοίξτε ένα εξαιρετικό βουτυράτο σαρντονέ , αυστηρά μονοποικιλιακό, περασμένο από βαρέλι αλλά όχι για πολύ καιρό, ώστε να χάσει τα λουλουδάκια του, και το φρούτο του, παίρνοντας όμως το αρωματάκι το ελαφρύ του φρεσκοκαβουρδισμένου φουντουκιού. Ετοιμάστε και ένα ωραίο ελαφρύ σνίτζελ από φιλέτο στήθους κοτόπουλου. Πανάρουμε πρώτα στο αλεύρι, μετά στο αυγό. Στραγγίζουμε τινάζουμε το αλεύρι που περισσεύει. Πανάρουμε και πάλι σε χοντροτριμμένη φρυγανιά ή τεμπούρα (γιαπωνέζικη φρυγανιά χοντροκομμένη με κατάνα) , και φριτάρουμε σε καυτό ελαιόλαδο ή βούτυρο κλαριφιέ ή ακόμη καλύτερα και τα δύο . Και μόλις ροδίσει από έξω αποθέτουμε σε χαρτί κουζίνας για πέντε λεπτά να τραβήξει. Ανοίγουμε το σαρντονέ μας, σερβίρουμε σε κλασσάτο κρυστάλλινο ποτήρι, γαρνίρουμε το σνίτζελ μας με λάχανο τουρσί και μαγιονέζα, και πατάτες τηγανητές στρόγγυλες, ή σωτέ με κουρκουμά , καπνιστή πάπρικα και λίγο δεντρολίβανο.
Και αφού έχουμε προσδεθεί, σερβιριστεί , κλείσει παράθυρα, παντζούρια, τηλέφωνα και ίντερνετς, βλέπουμε «THE DEAD DON’T DIE» του ιδιόρρυθμου, καλλιτεχνικού , αβάντ γκάρντ πάντα, και κυρίως έχοντος κινηματογραφική υπογραφή Jim Jarmusch. Εμπνευσμένο από το ομώνυμο κάντρι τραγούδι του Sturgill Simpson, μας δείχνει πως ακόμη και αυτό το περιφρονημένο είδος των ταινιών ζόμπι, μπορεί να έχει μια παραπάνω από αξιοπρεπή εκπροσώπηση. Και υπό την εμμονική σχεδόν υπόκρουση της ανωτέρω κάντρυ υπέροχης αλλά ψιλό μακάβριας μπαλάντας που δανείζει τον τίτλο της στην ταινία, απολαμβάνουμε το σαρντονέ μας , που παθιασμένα ζητάει το φυλακισμένο ζόμπι , που ήταν η πρώην αλκοολική τρελή του χωριού, στο οποίο σερίφης είναι ο απαθής και κολλητός του Jarmusch, Bill Murray.
Και ενώ κατεβαίνει μια χαρά το σαρντονέ μας και συνδυάζεται μια χαρά με το κοτοσνίτσελ μας και τις αυστριακής παραλλαγής γαρνιτούρες του, σκοτώνουμε συνεχώς ζόμπι με την μούσα του Jarmusch, Tilda Swindon, στο ρόλο της σκωτσέζας εργολάβου κηδειών – ταριχεύτριας, που ξηγιέται σαμουράικα με την κατάνα της στα ζόμπι, έχοντας την απαραίτητη προϋπηρεσία λόγω του επαγγέλματος της, όσον αφορά τα νταλαβέρια με τους απέθαντους. Λεπτή ειρωνική αναφορά στον χαρακτήρα της νύφης που υποδύεται η Ούμα Θέρμαν στο “kill Bill” του Ταραντίνο κατά την ταπεινή μας άποψη. Κι εδώ όπως σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Jarmusch, έχουμε αναφορές σε ταινίες σταθμούς του παγκοσμίου κινηματογράφου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Nosferatu στο μπλουζάκι του ντόπιου νέρντ που έχει το μαγαζί στο red neck χωριό του ρατσιστικού αμερικανικού νότου, που πουλάει από βενζίνη και αναψυκτικά μέχρι καραμπίνες, κλαδευτήρια, και άλλα απαραίτητα στη μάχη κατά των πάλαι ποτέ αγαπημένων και αλήστου μνήμης, που λόγω μιας ανθρώπινης παρέμβασης στον άξονα της γης, έρχονται να εκδικηθούν όσους δεν έφαγαν τα κόλλυβα και την ελίτσα και δεν ήπιαν το κονιακάκι στα σαράντα τους. Απαγορεύεται βέβαια διά ροπάλου να λέμε κονιάκ το μπράντυ που σερβίρεται χύμα στα μνημόσυνα σε οινικό σάιτ, αλλά το κάναμε ποιητική αδεία και για να γίνουμε πιο προσιτοί στο λαό. Εξαιρετική σάτιρα του Jarmusch που με την αναφορά του στο είδος των ζόμπι περνάει το μήνυμα του υπερκαταναλωτισμού που μας έχει μετατρέψει σε ζόμπι. Άλλωστε τα δικά του ζόμπι επαναλαμβάνουν συνεχώς υλικά αγαθά, που ήθελαν εν ζωή εμμονικά να αποκτήσουν, και αιτία της δυστοπικής καταστροφής που επήλθε, είναι αυτή η καταναλωτική μανία του ανθρωπίνου γένους, που κατέστρεψε το φυσικό περιβάλλον και τον κόσμο. Bill Murray, Steve Buscemi, Tilda Swinton , και αυτός ο καινούριος ο ακατανόμαστος, που έπαιζε τον γιο του Χαν Σόλο που πέρασε στην σκοτεινή πλευρά της τελευταίας κακής τριλογίας του Star Wars, και φυσικά ο Iggy Pop που ζομπάρει ανελέητα όπως και σε άλλες ταινίες του κολλητού του Jim Jarmusch, ο “φονικό όπλο” Danny Glover και ο ρατσιστής βλάχος και σε όλα τα καλά παρών Steve Buscemi. Αναφορές στον «Great Gatsby” στο “Star Wars”, στο “Lord of the Rings” με τον πωλητή στο σιδεράδικο , μια να τον αποκαλούνε Φρόντο, μια Μπίλμπο, και μια Χάρυ Πότερ. Απολαμβάνουμε μαζί με τον ίδιο τον Jarmusch τον αιμοσταγή φόνο των χίπστερς από το Πίτσμπουργκ ή το Κλήβελαντ, αργοπίνοντας το υπέροχο λιπαρό και αξιοσέβαστο σώμα του αρωματικού σαρντονέ μας που καλό θα ήταν να είναι από την Νάπα της Καλιφόρνια, ή ακόμη καλύτερα από την Νότιο Αυστραλία, αλλά 99% θα είναι από την ταπεινή Ελλάδα και θα τα καταφέρει εξίσου θαυμάσια , αν πειθαρχήσουμε στις εκκλήσεις του ακόμα πιο ταπεινού μας βαλαντίου. Και για να μην το ξεχάσω , ναι μισούμε κι εμείς τους χίπστερς, έτσι γιατί βρίσκουμε προσποιητό το στυλάκι τους, και γιατί μας αρέσουν τα αυθεντικά «περίεργα» άτομα, η επαρχία, η καλώς εννοούμενη «χωριατιά» και αυτή η αίσθηση του ψαριού έξω από το νερό όπως και στον Jim. Κι επειδή ο Jarmusch, όπως κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του έχει πάντα στον κινηματογραφικό του λόγο μια αναφορά στα λογοτεχνικά του αναγνώσματα, μας υπενθυμίζει το “Moby Dick” όπου ο Herman Melville γράφει «ακατανόμαστες (δεν μπορούμε να τις αναλογιστούμε) οι συμφορές των αμέτρητων θνητών».
Και καταλήγουμε σε ένα στυγνά απαισιόδοξο μήνυμα για έναν γαμημένο, πέραν επισκευής κόσμου, λόγω μιας ανθρωπότητας ζομποποιημένης από τον καταναλωτισμό, ντυμένης σε ένα πανέμορφο κωμικό και ταυτόχρονα κυνικό αμπαλάζ, με κάντρυ μουσική κορδέλα, λογοτεχνία ποίηση και chardonnay cuvee, αλλά πιο πολύ σαρντονέ και λιγότερο κουβέ, ιφ γου νόου γουάτ Άι μην, να βγάζει τον επικήδειο σε ένα αξιομνημόνευτο σνίτσελ κοτόπουλο.
Συνεχίζουμε στην μάχη μας κατά του καταναλωτισμού, αλλά και για να γεμίσουμε ένα ακόμη βροχερό και κρυουλιάρικο βράδυ, με το “JACKPOT! “ του Paul Feig , με τον πανταχού παρών πλέον, παλιό παλαιστή και πρωταθλητή μάλιστα John Cena που συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα στις πολλές παρουσίες του, την φανταστική Awkafina και στον ρόλο του κακού τον Simu Liu. Εδώ σε μια δυστοπική Καλιφόρνια του σήμερα, σε μια υπερκλήρωση ενός τεραστίου τζάκποτ, η υπερτυχερή άνεργη, αποτυχημένη, χαμηλοκώλα Ασιάτισσα ηθοποιός Αwkafina ποδοπατημένη σε ένα κόσμο που κυριαρχούν μυριάδες καλλίγραμμες Μπάρμπι, κερδίζει άθελά της τον πρώτο λαχνό. Αλλά για να πάρει τα γκαφρά, πρέπει να παραμείνει ζωντανή μέχρι το βράδυ, γιατί όποιος τη σκοτώσει χωρίς πυροβόλο ή βαλλιστικό όπλο πριν το βράδυ, παίρνει το τζάκποτ. Παρακολουθούμε λοιπόν την ηρωίδα μας να παλεύει να μείνει ζωντανή με την βοήθεια του αγαθού σε σημείο βλακείας σωματοφύλακά της John Cena, σκοτώνοντας ανελέητα τις ορδές των Καλιφορνέζων που πληροφορούνται ανά δεκαπέντε λεπτά την τοποθεσία τους μέσω drone, και τους επιτίθενται με σεσουάρ, αλυσοπρίονα, μαχαίρια, ματσέτες , παλούκια , αυτοκίνητα διψασμένοι για αίμα και χρήμα. Νέοι γέροι , επώνυμοι, ανώνυμοι, φίλοι και εχθροί όλοι αποφασισμένοι να γίνουν φονιάδες, υπνωτισμένοι από την υπόσχεση του εύκολου χρήματος. Και εδώ λοιπόν κριτική κινηματογραφική για την ζομποποίηση του σύγχρονου homo katanalwtikous με καταιγιστικό ρυθμό , φόνο ανά δευτερόλεπτο, χιούμορ μαύρο και λευκό αλλά ξεκαρδιστικό. Απολαύστε λοιπόν αυτή την σπίντα της υπόσχεσης του τζακποτ συνδυασμένη με πολεμικές τέχνες , με παρέα φίλων, αλλά όχι φιλοχρήματων, και γλυκόξινο χοιρινό με δαμάσκηνα και πουρέ γλυκοπατάτας, και φυσικά με ένα μπλέντ από chardonnay και ασύρτικο, με τη λιπαρότητα του chardonnay συνδυασμένη με την στιβαρότητα και την οξύτητα του ασύρτικου, να δίνει μια εσάνς λευκών λουλουδιών, λεμονιού στη μύτη, και υποτυπώδους ορυκτότητας στο στόμα, έτσι για να μας δίνει την αίσθηση του μάταιου τούτου γήινου κόσμου.
Και καταλήγουμε σε μια καταπληκτική κωμωδία με θέμα ζόμπι, την καλύτερη ταινία της εποποιϊας των ζόμπι αν θέλετε. Το διαβόητο , περίφημο και χιλιοτραγουδημένο Jouan De los Muertos, ο Χουάν των νεκρών δηλαδή, και αδυνατώ να θυμηθώ τον ελληνικό τίτλο που της απέδωσαν επειδή πιθανότατα θα είναι καμιά κραυγαλέα ανοησία όπως πάντα. Ο φίλος μας ο Xoυάν λοιπόν, Κουβανός μικροαπατεώνας , φτωχαδάκι της κομμουνιστικής κουλτούρας , που πρέπει να έχει μια αλητεία διαφορετική και πιο υγιή από αυτή που ξέρουμε για να επιβιώσει σε ένα υποτιθέμενο ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς που επέτρεπε όμως το χιούμορ την μουσική και την κουλτούρα, όπως μόνο οι Κουβανοί ξέρουν να το υπαινίσσονται με την μουσική, τον χορό, την ποίηση στο κάθε λίκνισμα τους , και στην ανάγνωση του Κόμη Μοντεχρήστο κατά την διάρκεια του τυλίγματος των ομώνυμων περίφημων πούρων, που δανείστηκαν το όνομά τους από το διαβόητο κλασσικό λογοτέχνημα του Αλεξάνδρου Δουμά. Ως άλλος Εντμόντ Νταντές λοιπόν ο φίλος μου ο Χουάν που ως Λατίνος εραστής και ξενοκοιτάει και ξενοασκείται στο άλμα εις μήκος και εις ύψος, με τον κοντόχοντρο φίλο του Λαδάρο αντιλαμβάνονται την revolution των νεκροζώντανων Κουβανών, και ακούνε στο ελεγχόμενο από το καθεστώς ράδιο και τηλεόραση πέρα από το Ηasta la Vittoria siempre commandante το ότι για την επίθεση των ζόμπι από την Σάντα Κλάρα και το Varadero ,μέχρι την Αβάνα και το Γκουαντάναμο ότι φταίνε οι Αμερικάνοι και ο καπιταλισμός. Kαι ποιος ξέρει ; Η αλήθεια κρύβεται στο άφθονο κουβανέζικο ρούμι, στα κωμικοτραγικά ευτράπελα και στην αντεπίθεση του Χουάν των νεκρών, του Λαδάρο και της παρέας τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επιβιώσουν και να ξαναπιούν, να ξαναερωτευτούν , να ξαναχορέψουν μέχρι τελικής πτώσεως αφού νικήσουν και τους sosialistas muertos.
Αυτήν την καταπληκτική ταινία όλοι θα περίμεναν να την προτείνουμε με ένα έκλεκτο ρούμι, μια μαύρη παλαιωμένη επί επταετίας Havana Club , με λάιμ, ζάχαρη από κουβανέζικο ζαχαρακάλαμο που κουβαλούσε σε τσουβάλια ο Che σε προπαγανδιστικό βίντεο του Fidel που έδειχνε την ανάγκη να δουλέψουν όλοι για την επανάσταση. Συνοδευμένο με μάνγκο, αβοκάντο, …….**********