Αλλιώς το savoir vivre και οι καλοί τρόποι που επιβάλλει ένα προϊόν που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τον ανθρώπινο πολιτισμό και πορευθεί μαζί του από την αυγή των αιώνων. Σήμερα εν έτη 2025 τα πράγματα κάθε άλλο παρά ευοίωνα μοιάζουν για το κρασί ως παγκόσμιο προϊόν. Και ακόμα πιο δυσοίωνα φαίνονται για το Ελληνικό κρασί που παρά τα αλματώδη βήματα που έχει κάνει από το 1970 μέχρι και σήμερα φαίνεται να μην έχει ξεπεράσει ακόμα κάποιες παιδικές αρρώστιες, ή στην καλύτερη να διανύει μια υπεραισιόδοξη αλλά ταραχώδη εφηβεία. Κι επειδή η αλήθεια εν αντιθέσει με το κρασί, τις περισσότερες φορές είναι πικρή και ολίγον τι ξυδάτη, και θα βρεθούν πολλοί που θα θεωρήσουν υπερβολικά ή πικρόχολα τα εδώ γραφόμενα ας μιλήσουμε με στοιχεία και αριθμούς.
ΤΑ ΠΟΛΥ ΑΣΧΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΤΩΝ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΑΛΛΑΓΗ ΠΛΕΥΣΗΣ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ Ο O.I.V:
λοιπόν , ο Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου τον Νοέμβριο του 2024 που ήταν σε γενικές γραμμές μια κακή χρονιά για το κρασί, έρχεται και επιβεβαιώνει την ιστορικού μεγέθους πτώση της παραγωγής οίνου για το έτος 2023. Η χρονιά λοιπόν του 2023 είχε επιβεβαιωμένα την χαμηλότερη παραγωγή κρασιού από το 1961. Στα ίδια πολύ χαμηλά επίπεδα δε κυμάνθηκε και η κατανάλωση και οι εξαγωγές. Κατά τον O.I.V. οι κλιματικές συνθήκες , οι ασθένειες που εκδηλώθηκαν κατά την παραγωγή είναι οι κύριες αιτίες που προκάλεσαν το ιστορικό αυτό χαμηλό. Συγκεκριμένα πτώση στην παραγωγή ύψους 10% στην Ευρώπη και 11% στο Νότιο Ημισφαίριο. Ο γενικός Διευθυντής του Ο.Ι.V John Barker προσπαθώντας να δώσει μια αισιόδοξη νότα, να χρυσώσει ας πούμε το χάπι δηλώνει ότι η πτώση στην παγκόσμια παραγωγή ίσως επιφέρει μια ισορροπία στην αγορά. Ίσως να έχει στην σκέψη του το βασικό οικονομικό αξίωμα: Η μείωση της προσφοράς επιφέρει αύξηση της τιμής. Αλλά αυτό προϋποθέτει σταθερή ζήτηση του προϊόντος. Και εδώ έχουμε μείωση και της ζήτησης του κρασιού. Μειώθηκε η παγκόσμια κατανάλωση οίνου κατά ποσοστό 2,6% , αλλά αυξήθηκε η μέση τιμή της αξίας του εξαγόμενου οίνου στο ποσό των 3,62 Ευρώ το λίτρο. Παράλληλα καθημερινά βλέπουν οι άνθρωποι του χώρου, οινοποιοί αμπελουργοί, κτλ μια συρρίκνωση του Ευρωπαϊκού αμπελώνα, η οποία οφείλεται είτε στην στροφή σε πιο κερδοφόρες καλλιέργειες, ή κυρίως στην οικοπεδική χρήση της πανάκριβης πλέον πυκνοκατοικημένης Ευρωπαϊκής γης, ή στην τουριστική της αξιοποίηση. Ας μην ξεχνάμε τον αγώνα που κάνουν οι οινοποιοί της Σαντορίνης για την διατήρηση του ονομαστού παγκοσμίως αμπελώνα της που συρρικνώνεται. Αντιμετωπίζουμε λοιπόν το εξής παράδοξο.

Από την μια η παγκόσμια κατανάλωση του κρασιού να βρίσκεται και αυτή σε ιστορικό χαμηλό, και μάλιστα στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από το 1996 έως σήμερα. Από την άλλη η μειωμένη παραγωγή, η πληθωριστική πίεση, οι ειδικοί φόροι, τα περίεργα τέλη και άλλα ευφυολογήματα των κυβερνήσεων προκαλούν θα έλεγε κανείς τεχνητές δυσανάλογες αυξήσεις τιμών για τους καταναλωτές των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί κατά πολύ την ίδια στιγμή. Αν δε αναλογιστούμε ότι το 51% της παγκόσμιας παραγωγής το συγκεντρώνουν μόνο 5 χώρες, σε συνδυασμό με το ότι το 48% της παγκόσμιας παραγωγής καταναλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία συμμετέχει με λίγο μεγαλύτερο ποσοστό στην παγκόσμια παραγωγή, αντιλαμβανόμαστε το γεγονός ότι ο χώρος του κρασιού ιδιαίτερα στην Ευρώπη αντιμετωπίζει μια κρίση που αρχίζει να παίρνει μεγέθη της καταστροφής του Ευρωπαϊκού αμπελώνα από την φυλλοξήρα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Παρά δε ταύτα, η τιμή ανά λίτρο οίνου έχει αυξηθεί παραδόξως κατά 29% από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού, κατά τον Γενικό Διευθυντή του O.I.V. To εμπορικό περιβάλλον έχει γίνει εξαιρετικά δυσχερές λοιπόν για το κρασί με τον πληθωρισμό, την υποκατανάλωση και τις γεωπολιτικές εντάσεις. Όλα αυτά τα άσχημα στατιστικά δεδομένα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σε όλους εμάς που αγαπάμε το κρασί.
Οπότε από τον οικογενειάρχη που θέλει να πιει ένα ποτήρι κρασί στο Κυριακάτικο τραπέζι του, τον απλό οινόφιλο που αρέσκεται στο να δοκιμάζει που και που και κάτι πιο ακριβό και εξεζητημένο, τον επίδοξο νέο καταναλωτή που οφείλουμε να προσελκύσουμε, τους οινοποιούς , τους σομελιέ, τους καβίστες, τους δημοσιογράφους οίνου, και φυσικά όλους τους προαναφερθέντες επαγγελματίες μαζί με αυτούς της εστίασης και της γαστρονομίας που ζουν από τον οίνο τον ευλογημένο, πρέπει να γίνουν σοβαρές και συντονισμένες προσπάθειες για αλλαγή πλεύσης, ή τουλάχιστον εν γένει συμπεριφοράς απέναντι στον καταναλωτή.
ΕΝΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΠΟΥ ΓΕΡΝΑΕΙ ΠΙΟ ΑΣΧΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΣΙ:
Υπάρχει μια τρομακτική διαφοροποίηση της generation X , τους ανθρώπους δηλαδή που τώρα μόλις ξεπερνούν τα είκοσί τους χρόνια όσον αφορά την κατανάλωση του κρασιού. Τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν μια απροθυμία τους να αναλώσουν οίνο και δείχνουν μια σαφή και ολοένα αυξανόμενη προτίμηση προς το πιο σκληρό αλκοόλ, στα ενεργειακά ποτά και στην νόμιμη κάνναβη με τα χαρακτηριστικά και τις νόμιμες προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί αυτή κατά τόπους. Η σταθερή μείωση της κατανάλωσης του κρασιού ιδιαίτερα από τις νεότερες ηλικίες generation Z και Χ επιβάλλουν ξεκάθαρα ανάγκη για βαθιές τομές και ταχύτατη προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Και αν και ο χώρος του οίνου φημίζεται ότι διακρίνεται για την ευφυϊα, την πνευματική καλλιέργεια και την οξύτητα της διάνοιας των ανθρώπων του, σήμερα φαίνεται ότι η ταχύτητα των αντανακλαστικών του, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του οράματος του μέλλοντος, αλλά αιθεροβατεί και όσον αφορά την δυσμένεια των παρόντων συνθηκών. Πρέπει λοιπόν να αφουγκραστεί η βιομηχανία του κρασιού με μια ταπεινοφροσύνη και μια διάθεση ν’ ακούσει και όχι το αλαζονικό ύφος του παντογνώστη που σχεδόν μόνιμα προβάλλουν κάποιοι, υποτίθεται καταξιωμένοι στο χώρο του κρασιού, την σημαντική αύξηση στη ζήτηση από το κοινό για βιολογικά προϊόντα, για προϊόντα ελάχιστης επεμβατικότητας, για πορτοκαλί κρασιά, για μη αλκοολούχες επιλογές στο κρασί, για υψηλότερη ποιότητα ήτοι για αυτό που λένε ‘artisanal’ κρασιά, ή για ιδιαίτερες νέες άγνωστες ποικιλίες και νέα ανεξερεύνητα terroir πέρα από τις πασίγνωστες πλέον διεθνείς πολυκαλλιεργημένες ποικιλίες.

Πέρα λοιπόν από μια γήρανση που υφίσταται το καταναλωτικό κοινό του κρασιού που συρρικνώνεται, ταυτόχρονα έχει υποστεί μια κούραση ψυχολογική, μια βαριεστημάρα από τα ίδια και τα ίδια αφηγήματα της οινικής βιομηχανίας. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας άλλωστε. Ο μέσος οινόφιλος με το κινητό του μπορεί να γίνει δέκτης αμέτρητης οινικής πληροφορίας ανά πάσα στιγμή. Δεν μπορούμε λοιπόν πλέον να απαντούμε με το ύφος του υπερόπτη, αλαζονικού παντογνώστη είτε στις εκθέσεις οίνου, είτε στις επισκέψεις του στα οινοποιεία, είτε στην αρθρογραφία μας. Πρέπει να είμαστε άμεσοι, ευγενείς, κατηρτισμένοι πάντα και πρόσχαροι και με διάθεση να παραδεχτούμε ακόμη και την άγνοιά μας σε ορισμένα θέματα. Οι επιλογές οι οινικές είναι πολλές, είναι διεθνείς και πολύ εύκολα προσβάσιμες για τον καθένα, που πλέον είναι πολύ πιο ενημερωμένος, πολύ πιο επιλεκτικός, και πολύ πιο δύσπιστος απέναντι σε ένα υπερτιμημένο προϊόν, που έχει χάσει την θέση του από το καθημερινό τραπέζι ως συνοδευτικό του φαγητού μας και έχει γίνει μια πιο εξεζητημένη επιλογή για πιο ιδιαίτερες στιγμές. Η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών για την υγεία τους και η αύξηση των τιμών από πληθωρισμό, άδικους και άκαιρους φόρους, και την αδιαφορία του νέου καταναλωτικού κοινού επιβάλλουν λοιπόν , σεμνότητα, ταπεινότητα, περισυλλογή και ανοιχτό μυαλό σε μια βιομηχανία που έχει επαναπαυτεί στις δάφνες της υποτιθέμενης ελιτίστικης καταγωγής της. Τα θεμέλια του οινικού ανακτόρου όμως σήμερα 2025 ίσως δεν είναι και τόσο στέρεα όσο κάποιοι με καρφίτσες λογότυπα, μπερέδες, πολυτελή κουστούμια φουλάρια και ύφος χιλίων καρδιναλίων θέλουν να νομίζουν. Για τον μέσο φοιτητή, νέο επαγγελματικά, υπάλληλο, που παλεύει σε μια δυστοπική οικονομική πραγματικότητα τα θεμέλια αυτά είναι σαθρά, και τα πράγματα λίγο χειρότερα από αστεία. Πριν βιαστούμε και φτύσουμε βιαστικά στο πτυελοδοχείο με απέχθεια, και πούμε ότι απευθυνόμαστε σε ένα ανώτερο οικονομικά τουλάχιστον αγοραστικό κοινό ως ελληνικό κρασί, ας θυμηθούμε ότι τα κρασιά του νέου κόσμου στις εξαγωγές και εφάμιλλης αν όχι καλύτερης ποιότητας είναι από τα δικά μας, και σίγουρα έχουν πιο ανταγωνιστική τιμή. Και το ανώτερο αγοραστικό κοινό, η ελίτ, στην οποία όλοι θέλουν πια να απευθύνονται, οι Σεϊχηδες, οι Ρώσοι ολιγάρχες, οι μεγιστάνες των τάνκερς, των πετρελαίων της τεχνολογίας και των φαρμάκων θα αναζητήσουν σίγουρα κάτι πολύ πιο ακριβό και πιο φημισμένο και ανάλογο του life style τους και όχι ακόμη και το ακριβότερο ελληνικό κρασί. Δυστυχώς αν και στον παλιό κόσμο και στην Ευρώπη γεωγραφικά, δεν έχουμε καταξιωθεί στην συνείδηση του παγκόσμιου οινικού κοινού, όπως οι γείτονες μας Ιταλοί ή οι Γάλλοι. Πολύ πίσω δε και από Ισπανούς και Πορτογάλους. Χαμένος χρόνος, λάθη στην οργάνωση, χάσιμο στην μετάφραση,προσωπικές και εγγενείς αδυναμίες, μας έχουν κάνει να περνάμε μια οινική «εφηβεία» με παιδικές ξενόφερτες αρρώστιες.
ΤΟ ΛΙΓΟ ΚΡΑΣΙ, ΛΙΓΟ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ Τ’ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ EXEI ΓΙΝΕΙ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ:
Σε μια σύγχρονη εποχή που οι νέοι άνθρωποι για λόγους κουλτούρας υγείας και fitness προσπαθούν ενεργά να καταναλώνουν λιγότερο κρασί, κατά τον Ρίτσαρντ Χόλστεντ διευθύνοντα σύμβουλο επιχειρησιακών λειτουργιών της έρευνας καταναλωτών στην εταιρία ερευνών για τον κλάδο του αλκοόλ, είναι επιβεβλημένη μια αλλαγή και στην τιμολογιακή πολιτική και στην επικοινωνία του κρασιού εν γένει. Το κρασί για τον σύγχρονο μέσο άνθρωπο δεν είναι μια καθημερινή επιλογή ως τρόφιμο, αλλά περιστασιακή ακριβή απόλαυση. Πρέπει λοιπόν σε κάθε περίπτωση και η ποιότητά του να είναι ανάλογη της αλμυρής τιμής του, και το αφήγημά του το επικοινωνιακό τουλάχιστον να μην είναι κατώτερο των περιστάσεων. Το «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» που τραγουδούσε η Μαρινέλλα έχει γίνει τόσο ακριβό πλέον που χρειάζεται λίγο πάραπάνω από το μισό του κατώτερου ελληνικού μισθού για να το ζήσει κανείς. Είναι λογικό και επόμενο λοιπόν η θάλασσα, η ταβέρνα, το κρασάκι να αντικατασταθούν από την νοικιασμένη γκαρσονιέρα, το κακό μπέργκερ ή το βρώμικο του ντελιβερά και το νέτφλιξ. Επιβάλλεται λοιπόν πέρα από μια πολιτική πίεσης προς την κεντρική εξουσία και την κυβέρνηση για την μείωση ή την απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους στο κρασί, μια προσπάθεια μείωσης των τιμών και του κόστους από τους παραγωγούς προκειμένου το κρασί να καταστεί προσιτό, χωρίς να απωλέσει την ποιότητα του, στον νέο καταναλωτή. Πρέπει η οινική οικονομία να ανασυγκροτηθεί και να βρει τρόπους το προϊόν να γίνει πιο ελκυστικό και ενδιαφέρον σε ένα κοινό νέο και με μειωμένη εμφανώς αγοραστική δύναμη. Και φυσικά στην εστίαση και στην γαστρονομία από το μισελενάτο γαστροναό μέχρι το κουτούκι του μπαρπίκα να αντιληφθούν οι αρχιμάγειροι, οι σεφ, οι πανδοχείς και οι foodies ότι δεν μπορείς να χρεώνεις κέρδος 500% και πάνω στο εμφιαλωμένο κρασί, για να πουλάς το «δικό σου» το χύμα το αμφιβόλου ποιότητας με την καράφα με κέρδος 800% και πλέον.
Δεν θα το παραγγέλλει κανένας σε λίγο. Και μαζί με αυτό θα σταματήσει να παραγγέλλει και την μοριακή αποδομημένη μελιτζανοσαλάτα τυλιγμένη σε φύλα νόρι, με μίσο και γκανάζ από μούζμουλα. Φτάνει πια φωνάζει ο καημένος ο μέσος άνθρωπος που έχει ξεχάσει τι πάει να πει ταβέρνα. Θέλει να φάει αξιοπρεπώς και να πιει με 25 Ευρώ το άτομο, 50 το ζευγάρι, ενώ το οικογενειακό βαλάντιο του μηνιαίως δεν ξεπερνάει τα 1500 Ευρώ και έχει νοίκι 400. Είναι παράλογο θα μου πει ο μέσος χρήστης του ινσταγκραμ που φωτογραφίζεται με τις πέλφε, τις Βουργουνδίες, τις Sassicaia, τα Σατώ Πετρούς, Λαφιτ τα κότερα και τα σούπερ μόντελς απ’ τα Λιόσια, με το άι φον το 25. Μπορεί να είναι παράλογο, είναι όμως άδικο. Και άδικο δεν είναι για τον καταναλωτή. Θα στραφεί αλλού, σε άλλα προϊόντα που τον σέβονται. Για το κρασί είναι άδικο που θα απευθύνεται πλέον σε υπερβολικά λίγους, οικονομικά δυνατούς, αλλά ως προϊόν lifestyle και επίδειξης ευμάρειας και όχι ως προϊόν γης. Άλλωστε μέχρι πότε θα είναι πανάκριβο και θα διατηρεί το προφίλ του premium ένα προϊόν που το ευρύ αγοραστικό κοινό δεν θα το αγοράζει.

IN VINO VERITAS, H ΑΛΗΘΕΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΠΛΙΝΙΟΣ:
Κάτω από την επήρρεια του κρασιού και μόνο μετά από κανένα δυο ποτήρια φαίνεται ο πραγματικός χαρακτήρας του ανθρώπου. Και ομολογητέο είναι πως πέρα από πολλούς και χαρισματικούς ανθρώπους, ο χώρος του κρασιού, όπως και κάθε χώρος που έχει ένα οικονομικό αντικείμενο βρίθει και από κάφρους. Εντύπωση μου έκανε πάντα από τις πρώτες στον χρόνο εκθέσεις κρασιού που είχα επισκεφτεί η ευγένεια, η καλλιέργεια η πνευματική, το επίπεδο, και η διάθεση για συζήτηση, για επικοινωνία των προϊόντων τους που είχαν κάποιοι οινοποιοί. Και δεν θέλω να περιορίσω την καλοσύνη, τον πρόσχαρο χαρακτήρα, την ευγένεια και την καλλιέργεια ούτε στους μικρούς ούτε στους μεγάλους του χώρου. Θα ήμουν ψεύτης όμως αν δεν έλεγα ότι πολλές φορές με δυσαρέστησαν ή με εκνεύρισαν συμπεριφορές ανθρώπων που μέχρι να τους δω από κοντά, τους είχα και περί πολλού. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αντιαισθητικό, πιο ντε καυλέ θα πω και ας ακουστώ χυδαία, από μια υπεροπτική, αλαζονική, μη μου άπτου και αφ΄υψηλού συμπεριφορά προς τον απλό οινόφιλο. Και δεν αποτελεί ελαφρυντικό ούτε η κούραση, ούτε οι ώρες της έκθεσης , ούτε η ορθοστασία , ούτε τα παραπάνω ποτηράκια από τον διεθνή αμπελώνα που ρουφήξαμε. Η αγένεια είναι αγένεια και ως μεγίστη αμαρτία για τον πωλητή τιμωρείται οικονομικά. Όλοι καταλαβαίνουμε τι λέμε και τι γίνεται. Η νέα γενιά καταναλωτών δεν τα πάει καλά ούτε με τις φίρμες ούτε με τις πριμαντόνες. Τα ίδια ισχύουν και για τα εστιατόρια, και για τα επισκέψιμα οινοποιεία και για τις κάβες και για τα wine bars. Αν δεν μπορείς να το επικοινωνήσεις με ευγένεια και στυλ και τρόπους ή παράτα τα, ή προσέλαβε κάποιον με την εκπαίδευση και τους τρόπους να το κάνει.
Η ίδια συμπεριφορά ,ευγένειας και διαθεσιμότητας, προσφοράς πληροφορίας πρέπει να επιδεικνύεται σ’ αυτούς τους χαλεπούς για το κρασί καιρούς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εφ’ όσον επιλέγεται από τον οινοποιό, τον καβίστα, τον χονδρέμπορο, τον εστιάτορα, τον δημοσιογράφο, τον εκδότη οίνου, να διατηρούνται τέτοια. Είναι πολύ εύκολο το cancel φίλοι μου σήμερα σε οποιονδήποτε προσπαθεί η νομίζει ότι είναι φίρμα, και το παίζει ιστορία στα social σήμερα. Άλλωστε η οινική πραγματικότητα κάθε άλλο παρά αυτό υπαγορεύει για το ελληνικό κρασί, που στην παγκόσμια οινική σκηνή παραμένει ένας κομπαρσάκος που αναζητά καμιά σκηνή να κάνει τον επίδοξο αρραβωνιαστικό της υπηρέτριας. Και επειδή αυτές οι συμπεριφορές οι καταδικαστέες δεν επιδεικνύονται στο εξωτερικό, όπου και οι τιμές προσφοράς είναι κατά πολύ χαμηλότερες από τις εγχώριες, αλλά και από τις επικύψεις οινοποιοί μεγαλόσχημοι και εξαγωγείς πάσχουν από οξεία οσφυοκαμψία και ισχυαλγία. Επειδή πολλές φορές έχουμε συναντήσει διαφορετική συμπεριφορά αναλόγως με το τι θα δηλώσουμε στον εκθέτη.
Επειδή το έχω κάνει, και ως αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι, όσες φορές δήλωσα χονδρέμπορος , ή καβίστας, ή ‘μαγαζάτορας’ μου φέρθηκαν με ευγένεια που αρμόζει στον νέο Πάπα της Ρώμης, ενώ όποτε δήλωνα απλός οινόφιλος, και «δεν ξέρω και ακριβώς» και πείτε μου ένα καλό ροζέ να πάρω δώρο στην φίλη μου, ορισμένοι και όχι μειοψηφία, στην καλύτερη με αντιμετώπιζαν με χασμουρητό, τις περισσότερες φορές έστρεφαν το κεφάλι μετά βδελυγμίας, «αυτό είναι» μου έλεγαν , και μιλούσαν αναμεταξύ τους, και στην χειρότερη θα προτιμούσαν να με λούσουνε με το πτυελοδοχείο από το να μπουν στον κόμπο να απαντήσουν. Αυτές οι συμπεριφορές μόνο αρνητικό αντίκτυπο έχουν στο αγαπημένο μας προϊόν που έχει ήδη τον πολύ σοβαρό εχθρό της κλιματικής αλλαγής, του πληθωρισμού, και της επισιτιστικής κρίσης να αντιμετωπίσει. Ο χώρος του κρασιού χρειάζεται κάθε άλλο παρά ποτέ ανθρώπους , με γνώση, με όραμα, με καλλιέργεια και ευγένεια περισσή. Από νταλαβερτζήδες αμπελοφιλόσοφους με γιλέκα τουιντ καβουράκια και τραγιάσκες, οινοσνόμπς, μεγάλα ρουθούνια που έλεγε και ο Μουστάκας, influencers που παλιότερα πουλούσανε μαγιό, οινοσνόμπς και ντεμέκ επαϊοντες είμαστε χορτάτοι.

Πήξαμε δεν θέλουμε άλλους, Και ναι κομψοτάτη κυρία μου , επειδή γράφει όμορφα στο φακό η γάμπα σας δεν θα σας ανακηρύξουμε πρέσβειρα της Μαλαγουζιάς ούτε ντουκέσα του κακοτρύγη. Τα κουστούμια, τα σμόκιν και τα ημίψηλα ωραία είναι, αλλά έχουν εκλείψει από την σύγχρονη ζωή και μόδα, και μάλλον καλώς έκαναν. Δεν έχουν καμία πρακτικότητα και ο συμβολισμός τους στη γενιά που βγαίνει στην πλατεία με περιπτερόμπυρα και «τσιγάρο» δανεικό μόνο αστείος μπορεί να είναι. Εν ολίγοις πρέπει να αντιληφθούμε αφού κάνουμε την αυτοκριτική μας, ότι ως Ελλάδα είμαστε περίπου 100 χρόνια πίσω από τον οινικό παλιό κόσμο της Ευρώπης, και πολύ δύσκολα μπορούμε να ανταγωνιστούμε τον νέο κόσμο σε ποιότητα λιγότερο, και σε τιμή περισσότερο, όσον αφορά τις διεθνείς εμπορικές ποικιλίες. Και παρόλο που ευαγγελιζόμαστε μια μακρά οινική παράδοση που έχει να κάνει με την αρχαία Ελλάδα, ελάχιστη είναι η σχέση μας και με αυτή και με την οινική της παράδοση και τεχνολογία. Αλλά είναι καλό μάρκετινγκ δεν διαφωνώ. Ούτε πάλι μας κάνει καλό το να είμαστε μιμητές και μαϊμουδίζοντες ακόλουθοι λαθών που έχουν κάνει χώρες με πολύ μεγαλύτερη οινική παράδοση από την δική μας παλαιότερα. Δικαιούμαστε μόνο να έχουμε μάθει από την ιστορία των δικών τους λαθών. Έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Και το δαιμόνιο το εμπορικό το έχουμε, μαζί με τα μοναδικά στον κόσμο αμπελοτόπια. Μας λείπει η σεμνότητα, η διάθεση για πρωτοτυπία, η φαντασία στην ετικέτα, στο οινικό event, η πιο λαϊκή προσέγγιση. Οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων , οι αναλύσεις οι γραπτές και προφορικές με σωρεία τεχνικών λεπτομερειών για το terroir,την έκθεση, τα χιλιοστά της βροχής, την λίμνη με την θέα, τις κάργες που το τρώγαν , το σκιάχτρο που φοράει γκούτσι, και τα αρώματα λίτσι και τσάτνεϊ αγκινάρας πρέπει να έπονται. Τον σύγχρονο καταναλωτή στο τέλος της μέρας τον ενδιαφέρει ένα αξιόπιστο και τίμιο κρασί που θα μπορεί να το απολαύσει με την παρέα του. Το Ελληνικό κρασί μέσα σε αυτό το δύσκολο και ανταγωνιστικό περιβάλλον οφείλει πρώτα να αναζητήσει την ταυτότητά του, εν ανάγκη να την δημιουργήσει και να βγεί με θάρρος αλλά και ταπεινοφροσύνη και πει και εγώ εδώ είμαι και θέλω να μπω στο σπίτι σας. Κάθε μέρα. ΥΓ Όλα τα παραπάνω είχαν ως αφορμή ένα τουιτ σχετικά με το ότι πάντα θα είναι ακριβό το εισιτήριο για την συναυλία των metallica στη χώρα που κάθε Σάββατο τα σπάει με “Πέλφε» στον κύριο Φέρρη, και οδηγάει μερσεντε σε ελ κέι που καίει δίευρο και γκαζιά. Οινικά μεταφράζεται δε εν συντομία στο εξής χαϊκού: Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, θέλει και Chateau Petrus.
