ΤΑ ΒΑΡΕΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΑΚΟΜΑ, ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΑΥΡΑ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ ΦΤΗΝΑ ΤΣΙΓΑΡΑ 4β

Για λόγους που αφορούν την καλοπέραση του αναγνώστη και να μην κουράσουμε με μακροσκελή άρθρα που απαιτούν σκρολάρισμα και πάθει τίποτε ο ευαίσθητος καρπός σας και τα πανάκριβα ματάκια σας, σας δίνουμε το τέλος σήμερα.

Συνεχίζω με μια προσωπικά αγαπημένη ταινία, την πιο καλοκαιρινή, την πιο γλυκειά , την πιο νοσταλγική, την πιο ρομαντική για μένα  από αυτό που μου αρέσει να αποκαλώ σύγχρονο Ελληνικό Κινηματογράφο, τα «Φθηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ταυτόχρονα, με την υπέροχα δροσερή και πανέμορφη Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, και τους Άλκη Παναγιωτίδη , Κώστα Τσάκωνα, και Μιχάλη Ιατρόπουλο, σε τρεις εκπληκτικούς κωμικούς μέσα στην τραγωδία τους ρόλους, ιδίως του καταπληκτικού στο ρόλο του «Μανώλη» Μιχάλη Ιατρόπουλου. Ενός μποέμ φίλου που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από την ψυχολογία του αιωνίου εφήβου και του ανεκπλήρωτου πρώτου εφηβικού έρωτα , αν και ενήλικας και μες στην ζωή και μάλιστα την έντονη την τυχοδιωκτικά παραβατική. Άλλωστε όπως ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης αφηγείται για τον «Μανώλη» , η «γοητεία του βρίσκεται στο μίσος του για τις λεπτομέρειες».  Ανοίγουμε λοιπόν ένα επιλεγμένο ιδιαίτερα αρωματικό λευκό, μια Κυδωνίτσα, ένα ξηρό Μοσχάτο Λήμνου, ή μια Μαλβάζια, φρεσκοκόβουμε παγωμένα φρούτα, πεπόνι, ροδάκινο, επιτραπέζιο σταφύλι, κατά προτίμηση ροζακί κεντρικής Μακεδονίας , ίσως και καρπούζι, και κόβουμε λίγο κασέρι σε κύβους, ή μια καλή γραβιέρα Κρήτης (μου αρέσει ιδιαίτερα αυτή από την Ασή Γωνιά Χανίων) και ακολουθούμε από κοντά τον «ειδικό περί των γενικών, καλλιτέχνη» ήρωα μας να κάνει καμάκι στους παλιούς τηλεφωνικούς θαλάμους , να τάζει ληγμένες τηλεκάρτες, να κρεμάει χρυσόψαρα σε τρόλεϋ και να πετάει τα περιστέρια στην αγαπημένη της καλοκαιρινής βραδιάς.

Ποια μπορεί να αντισταθεί άλλωστε σε κάποιον που αόριστα δηλώνει ότι τώρα γράφει τίτλους βιβλίων που κάποτε θα γράψει και ότι επιβιώνει μάλλον από τύχη; Τρίτη πρωταγωνίστρια ίσως και πρώτη η έρημη καλοκαιρινή Αθήνα την νύχτα, τα φώτα της , οι άνθρωποι της , ο περίπατος των πρωταγωνιστών μας σ’ αυτό τον διάχυτο ρομαντισμό μιας έρημης μεγαλούπολης της νύχτας που ντύνεται τα καλά της , αφού απαλλάχτηκε από την «βρωμιά» και τον θόρυβο του υπερπληθυσμού. Και μέσα σε όλα αυτά πολύ χιούμορ με τους διαλόγους μεταξύ του Κώστα Τσάκωνα και Άλκη Παναγιωτίδη, του πρώτου να προσπαθεί να πάρει τηλέφωνο μια σχεδόν άγνωστη, γιατί του κίνησε το ενδιαφέρον και του δευτέρου να τον παροτρύνει να το παίξει σκληρός και μάτσο, και θηρευτής γιατί έτσι θέλουν οι γυναίκες τον άνδρα. Άλλωστε βρισκόμαστε στο 2000 αρχίζει «η δεκαετία του τηλεφωνητή». «Ένα σωστό και δωρικό τηλεφώνημα, ένα μήνυμα σε κάνει θηρευτή, χομπίστα, η άλλη σε θυμάται, οφείλει να σε θυμάται» και ας απαντάει ο τηλεφωνητής και ας σε έχει γραμμένο. Άλλωστε «όλες οι ιστορίες αγάπης είναι το ίδιο. 1) Είσαι για μένα το πάν. 2) Γίνε για μένα το παν. 3) Ποιος /ποια είσαι εσύ;». Συνεχίζουμε συνεπαρμένοι από την μαγεία των πλάνων του Χαραλαμπίδη κι από την ερωτική του διάθεση για την νυχτερινή έρημη Αθήνα, για την συλλογή του «αγριότερου και ομορφότερου πράγματος, των στιγμών» και με τα φρούτα μας να αναδεικνύουν τα αρώματα από το επιλεγμένο αρωματικό μας λευκό, που στην περίπτωση μας θα είναι μια καταπληκτική Κυδωνίτσα, όπως προανέφερα αν και οι επιλογές είναι πολλές και ανήκουν στον καθένα, και απολαμβάνουμε το γεύμα του ήρωα της ταινίας με τον παραβατικό Μανώλη και τις δύο πόρνες , που αντί για αγοραίο σεξ καταλήγει σε συζήτηση για ένα επεισόδιο του Σταρ τρεκ , και απορίες για τον διακτινισμό, τα αυτιά του Σποκ και πως θα δουλέψει με τέτοια αυτιά αλλού το παιδί, και το πώς τελειώνει. Τελειώνει κατά τους ήρωές των «Φτηνών Τσιγάρων»  όπως όλα τα ωραία και όπως η υπέροχη καλοκαιρινή και οινική μας βόλτα στην έρημη Αθήνα. «Χανόμαστε στο διάστημα.» Άλλωστε «οι άνθρωποι δεν βγαίνουν πια στο ύπαιθρο γιατί φοβούνται τ’ αστέρια, προτιμούν μια φωτισμένη πόλη». Την συγκεκριμένη ταινία που διακατέχεται από έναν διακριτικό μεν, διάχυτο όμως ρομαντισμό και χιούμορ, που προσωπικά λατρεύω, την βλέπουμε αυστηρά με τον καλό ή την καλή μας, ή αν δεν έχουμε με τον υποψήφιο καλό ή καλή που θα πρέπει να του κλέψουμε την στιγμή. Μπορεί πια οι τηλεφωνικοί θάλαμοι να μην υπάρχουν για να συναντήσουμε το «τυχερό» μας όπως έλεγε η γιαγιά μου, αλλά τα λεωφορεία τα καφέ και στην χειρότερη τα σόσιαλ νετγουορκς ακόμα υπάρχουν. Μπορεί έστω και στο τέλος της βραδιάς στο ξημέρωμα να κλέψουμε ένα φιλί και να χαθούμε κι εμείς στο διάστημα όπως οι ήρωες του Σταρ Τρεκ, και ο Μανώλης να ξαναβρεί τον εφηβικό του έρωτα.

Για αυτούς που διαθέτουν ακόμη μια θερινή βραδιά στα στενά των ερήμων το καλοκαίρι πόλεων, θα προτείνουμε και το «τέσσερα μαύρα κουστούμια» πάλι από τον ίδιο σκηνοθέτη Ρένου Χαραλαμπίδη, που πρωταγωνιστεί στο ρόλο του αποτυχημένου εργολάβου κηδειών και μανιώδους τζογαδόρου και αλογομούρη  του τάδε του Μεσσία και αποτελεί το πρώτο «μαύρο κουστούμι» . Δεύτερο χέρι και μαύρο κουστούμι ο βετεράνος αλκοολικός  και κλασσικό μεροκάματο της εργολαβίας της κηδείας Άλκης Παναγιωτίδης να ρίχνει πάνω στη σούρα το φέρετρο και να του λένε τον σκότωσες τον άνθρωπο. Συνεργός στην αρπαχτή το τρίτο μαύρο κουστούμι ο Γιάννης Ζουγανέλης στον ρόλο του αποτυχημένου ηθοποιού που προσωρινά για δεκαπέντε χρόνια κάνει μεροκάματα σαν νεκροκουβαλητής, να απαγγέλει Σαίξπηρ και Άμλετ , και να απευθύνεται στον Γιόρικ που τον μεγάλωσε στα γόνατα και τον χόρευε στους ώμους κρατώντας ένα κρανίο κλεμμένο από το οστεοφυλάκιο. Τέταρτο μαύρο κουστούμι ο λατρεμένος σε όλες τις δουλειές του από τον γράφοντα Τάκης Σπυριδάκης στον ρόλου του μόλις αποφυλακισθέντα γιαλαντζί ληστή, που λατρεύει την «άπλα» των ανοιχτών χώρων. Ανοίγουμε λοιπόν μια μαλαγουζιά της Κεντρικής Μακεδονίας κάνουμε μια γρήγορη μακαρονάδα λαχανικών (την συνταγή θα σας την στείλω άλλη φορά). Κι απολαμβάνουμε το πλούσιο σώμα της μαλαγουζιάς, τα υπέροχα της ανθικά αρώματα των λευκών αγριολούλουδων και εσπεροειδοειδών, το λαμπερό κίτρινο χρώμα της με πράσινες ανταύγειες, και ακολουθούμε το υπέροχο και κωμικό χωρίς όμως φθηνό χιούμορ ρόουντριπ των τεσσάρων μάυρων κουστουμιών στην αποστολή που τους έχει αναθέσει σε αγοραία καθαρεύουσα ο απατεώνας και τζογαδόρος του ιπποδρόμου δικηγόρος, Δημήτρης Πουλικάκος. Η αποστολή να μεταφέρουν έναν νεκρό φυλακόβιο έλληνα από την Κόστα Ρίκα, «πεζή , με τα πόδια δηλαδή» στο κατακαλόκαιρο από τον Πειραιά στα Λεύκτρα Βοιωτίας. Σιγοπίνουμε την υπέροχη και αρωματική Μαλαγουζιά μας απολαμβάνοντας το τοπίο που ξεκινά από Πειραιά, περνά από Σύνταγμα και καταλήγει στα σταροχώραφα λίγο πριν θεριστούν της Βοιωτίας, με τον ήλιο σε όλες τις φάσεις του και το τοπίο να συμπρωταγωνιστεί στην ταλαιπωρία των τεσσάρων μαύρων κουστουμιών. Τους βλέπουμε σε παραδοσιακό πανηγύρι, όπου επέρχεται η κάθαρση και για τους τέσσερις με διαφορετικό τρόπο, να καταλήγουν στον τελικό προορισμό όπου ο θησαυρός είναι μάλλον άνθρακας, αλλά μπορεί και όχι. Άλλωστε όπως λέει και ο Σταύρος Τσιώλης «κανείς δεν συγχωρεί αυτούς που από έρωτα εκπέσανε» αλλά όπως λέει ο γράφων «στον πραγματικό έρωτα όλοι πάνε πάσο» . Την συγκεκριμένη ταινία την βλέπουμε με όποιον θέλουμε, με φίλους, με καλούς, καλές, ακόμα και τον παππού ή την γιαγιά μας που τόση ανάγκη έχουν από την παρουσία μας και τους ξεχνάμε.

Αν καταφέρει κανείς και δει τις παραπάνω προτάσεις μας, και δεν έχει φύγει ακόμη διακοπές, είναι σινεφιλικώς εθισμένος και θα κάνω την απόπειρα να προτείνω και την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Ρένου Χαραλαμπίδη , το “no Budget story” με τον ίδιο να συμπρωταγωνιστεί με έναν υπέροχο Μποσταντζόγλου στον ρόλο του παλιού παραγωγού ταινιών πορνό, και του ιδίου σ’ αυτόν του ονειροπόλου πρωτάρη σκηνοθέτη που ψάχνει να πληρώσει το νοίκι. Ασπρόμαυρη υπέροχη, ρομαντική, χιουμοριστική, με τα χρυσόψαρα και τα πουλιά και το καμάκι στον τηλεφωνικό θάλαμο να δείχνουν και εδώ μια πρώτη σκηνοθετική υπογραφή του Ρένου Χαραλαμπίδη. Ανοίγουμε ένα Ρομπόλα από την πανέμορφη Κεφαλονιά , για να μας δώσει αυτά τα μοναδικά και μεθυστικά αρώματα του Ιονίου που ίσως φέτος δεν επισκεφτήκαμε, και το απολαμβάνουμε με ένα ωραίο τηγανητό φιλέτο από φαγκρί ιχθυοτροφείου, γιατί το ψάρι είναι πλέον ανεπίτρεπτα ακριβό και το μπάτζετ μας μηδενικό. «Αλλά τι σημασία έχουν οι αριθμοί στην τέχνη;» «Αύριο μεθαύριο κάνουμε έναν Άμλετ και τους πηδάμε όλους». «Ο κόσμος διψάει για καλές ταινίες, η tv τον κούρασε”. Μετά από όλα αυτά και την περίφημη ατάκα του Μποσταντζόγλου «Γυναίκες πεταμένα λεφτά»  που την λέει σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για έναν πρώτο πραγματικό έρωτα που τον άφησε για έναν χίππη, καταλήγουμε διαφωνώντας κάθετα και τονίζοντας πως οι γυναίκες ίσως είναι όλα τα λεφτά, τα κρασιά το ίδιο αλλά με λιγότερο ρίσκο, και οι πραγματικοί φίλοι της νιότης αξία ανεκτίμητη.

ΥΓ. Αφιερωμένο στους φίλους της νιότης που χαθήκαν πρόωρα,  Δημήτρη Ρ. , Νίκο Λ. , Σωτήρη Μ. (αγαπημένος φίλος και παιδί του κρασιού και της τέχνης γενικά), και σ’ αυτούς που μια μέρα βγήκαμε για ποτό και δεν τα ξαναείπαμε Φυλλίς Κ., Λία Β., Μελίνα Χ., Χριστίνα Κ., Μπάμπη Σ. , Εύη Τ. ακούγοντας φανκιές και σόουλ και πληρώνοντας ρεφενέ για σινεμά και ποτά στο Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Για μια ακόμη μπουγάτσα ξημερώματα στον Γιάννη στο τέρμα της Μητροπόλεως.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *